Σελίδες

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

‘’ O ΛΗΣΤΗΣ ‘’: ένα χιουμοριστικό διήγημα από την Λένα Μαυρουδή Μούλιου



Κάποια όχι και τόσο μακρινή εποχή, ημερολογιακά τουλάχιστον, αλλά που φαντάζει σαν απώτερο παρελθόν, ο άνθρωπος συνήθως εξομολογιόταν τις χαρές και τις λύπες του στον πιστό του Φίλο. Με τον καιρό, οι φίλοι αποτέλεσαν είδος εν ανεπαρκεία και ο άνθρωπος θέλοντας να βρει μια διέξοδο, μια βαλβίδα ασφαλείας στην χύτρα της ψυχής του, λέγοντας τα βάσανά του σε κάποιον, σε όποιον, στράφηκε στους κοντινούς του ανθρώπους, ο άντρας στον κουρέα του η γυναίκα στην μοδίστρα της και την κομμώτριά της.
Αργότερα, είτε για λόγους οικονομικούς (ξυριζόταν μόνος του), είτε γιατί ο κουρέας του δεν τον κάλυπτε στον ρόλο του εξομολογητή, στράφηκε ο μεν άντρας στο μπάρμαν του, η δε γυναίκα παρέμεινε πιστή στην κομμώτριά της Σταθερή αξία αυτή, βρέξει χιονίσει…  
Μου έλεγε ο φίλος μου ο Μάνος, αυτός ο νεαρός και χαρισματικός μπάρμαν του αγαπημένου μου μπαρ, ότι σταχυολογούσε τις καλύτερες ιστορίες που είχε ακούσει από τα χείλη των πελατών του και ίσως κάποτε τις έγραφε σε βιβλίο που σίγουρα θα βραβευόταν από την Ακαδημία Αθηνών! Αν όχι δε απ’ αυτήν,best seller σίγουρα.
Ως γνωστόν, το βασικό χάρισμα ενός επιτυχημένου μπάρμαν είναι να τείνει ευήκοον ους στον πελάτη που το έχει ανάγκη, ο οποίος αρχίζει και πίνει σιωπηλός για να εξελιχθεί σε χείμαρρο έτσι και φτάσει στο τρίτο του ποτήρι.

Που σημαίνει ότι την ώρα που ο άλλος πίνει, ο μπάρμαν που του ανανεώνει το ποτό πρέπει να ξέρει και να μεταφράζει σωστά τα αχ και τα βαχ του και να δείχνει με τον τρόπο του, ότι ιερόν του καθήκον τη στιγμή της εξομολόγησης είναι, ότι ο πελάτης του είναι το κέντρο του ενδιαφέροντός του. Επιτελεί θα λέγαμε κοινωνικό έργο και παρακαλώ δεν θέλω γέλια.
Θα έγραφε λοιπόν βιβλίο. Μα πώς να το γράψει που ήξερε ότι δεν είχε συγγραφικό ταλέντο; Αλλά πάλι, μήπως και όσοι γράφουν έχουν;;;; Μέχρι  που σκέφτηκε να απευθυνθεί σε έναν ghost writer για τον οποίο είχε ακούσει τα καλύτερα λόγια.Αυτός είχε χρίσει σαν συγγραφείς τρανταχτά ονόματα της  λογοτεχνίας. Ήταν κομματάκι ακριβός βέβαια μα και το έργο που θα επιτελούσε ακριβό και αυτό…
Είχε κατατάξει τις ιστορίες του σε κατηγορίες ο Μάνος.
 Αυτές με πολιτικό περιεχόμενο, τις απέρριπτε ευθύς εξ΄ αρχής. Γι’ αυτές, τον ρόλο του αποδέκτη τον έπαιζε η Τ.V. την ώρα των ειδήσεων όταν ο άνθρωπος εκτονωνόταν βρίζοντας τον παρουσιαστή και στη περίπτωση που ήθελε επιβεβαίωση των πιστεύω του ρωτούσε την συμβία του να του πεί με ένα ναι ή ένα όχι… αν είχε δίκιο ή όχι.!!!
Άλλη κατηγορία ήταν οι ερωτικές, που ο Μάνος τις βαριόταν θανάσιμα. Πανομοιότυπες και το θέμα το ίδιο με ελαφρές παραλλαγές. Ο κερατωμένος, ο Ερωτευμένος ο Καζανόβας, ο εγκαταλειμμένος, και επομένως δυστυχής,  και πάει λέγοντας.
Ο Μάνος, αν κάτι λάτρευε ήταν οι αληθινές μα αστείες ιστορίες που τον έκαναν να γελάει και που πραγματικά έδιωχναν και την δική του μουρτζούφλα. Αυτή, του έφτανε και του περίσσευε του ανθρώπου.
Είχε ένα όνειρο. Αν αυξάνονταν οι δουλειές στο μπαρ, να ζητήσει από το αφεντικό να προσλάβουν έναν βοηθό στον οποίο θα πάσαρε τους πελάτες των κατηγοριών που αντιπαθούσε. Αυτός θα κρατούσε τους πλακατζήδες, τη χαρά της ζωής, όπως τους χαρακτήριζε.
Με αυτούς, ίσως και η συγγραφή του βιβλίου που ονειρευόταν, να ήταν εφικτή, γιατί είχε αρχίσει να έχει τη βασανιστική υποψία ότι έχει ταλέντο και θα το αποδείκνυε με τις ιστορίες που θα έγραφε ίδιος και όχι με τη βοήθεια του ghost writer. 
Για του λόγου το αληθές, ο Μάνος μου παρουσίασε μια από αυτές τις αστείες  ιστορίες, πέρα για πέρα αληθινή.
Είναι μιας καλής του φίλης πελάτισσας από τις αγαπημένες του:

«Θα έμαθες φίλε μου ότι το πρωί επέστρεψε ο Ντίνος από το Ηνωμένο Βασίλειο», είπε η φίλη στο Μάνο. «Τελείωσε επιτέλους με το διδακτορικό του. Καιρός ήταν. Είπαμε λοιπόν να μαζευτούμε η παλιοπαρέα και να το γιορτάσουμε σε μια ταβερνούλα στην Πλάκα. Δώσαμε ραντεβού για τις 8.30 στους Αέρηδες. Έφυγα μισή ώρα ενωρίτερα από τη δουλειά εκεί γύρω στις 6.30, να πάω σπίτι μου να προλάβω να κάνω ένα ντους, να περιποιηθώ τον εαυτό μου επί τροχάδην και να είμαι στο ραντεβού μας στην ώρα μου.
Με το που ανοίγω την πόρτα μου κάποιος ή κάποιοι μου έριξαν ένα πανί στο κεφάλι τυλίγοντάς μου το ασφυκτικά, σκεπάζοντας το πρόσωπο. Δεν ήμουνα βέβαια τρελή να αντισταθώ ξέροντας τον κίνδυνο. Μα η ένταση ήταν μεγάλη, ο φόβος μεγαλύτερος και ο εαυτός μου παραδόθηκε λιποθυμώντας. Φαίνεται ότι έμεινα αναίσθητη για πολλή ώρα, αν έκρινα από τον πισινό μου που τον ένιωθα παγωμένο από την επαφή του με το μαρμάρινο δάπεδο. Ασφαλώς η όλη μου κατάσταση ευνοούσε τον ληστή, γιατί θα τον άφηνα ήσυχο για την εκτέλεση του Θεάρεστου έργου του.
Όταν συνήλθα δεν τόλμησα να το δείξω, μα δόξαζα το Θεό που τουλάχιστον ήμουνα ζωντανή. Και αν ήθελα να συνεχίσω να ζω, θα έπρεπε να συνεχίσω την ακινησία μου ξεγελώντας τον ότι τάχα μου, τάχα μου, ήμουν αναίσθητη.
Δεν ακουγόταν στο σπίτι ο παραμικρός ήχος. Τέλειος επαγγελματίας ο κύριος.
Έστησα αφτί προσπαθώντας να ακούσω.
Τίποτα.
Η ώρα περνούσε και το ραντεβού μου με την παρέα μου φάνταζε μακρινό. Τι ώρα να ήταν;7.30; αργότερα; Ένιωθα το χρόνο τη μια στιγμή να τρέχει τρελά και την άλλη να ακινητοποιείται, να παγώνει, σαν τον απ’ αυτόν μου που πια είχε ξυλιάσει. Μα όπως και να ΄χει προτιμητέα μια ψύξη, από μια σφαίρα στο κρανίο μου.
Ξαφνικά, άρχισε να κτυπάει το κινητό μου. …
Ώχου, και τώρα τι γίνεται;
Φυσικά και δεν κινήθηκα, τρελή ήμουνα; Αφού κτύπησε και κτύπησε όσο να το φχαριστηθεί, σταμάτησε μόνο του. Εμ πώς αλλιώς δηλαδή; Να απαντούσε ο ληστής και να πρόδιδε την παρουσία του που είχε τόσον επιμελώς κρατήσει αόρατη ακόμη και μέσα στο σπίτι;
Η ώρα περνούσε κι’ εγώ άρχισα να έχω σοβαρό πρόβλημα. Ήθελα τουαλέτα.
Οι επιλογές μου δύο:
Ή έδινα σημεία ανάκαμψης, με τις συνέπειες που φοβόμουν ή κατουριόμου-να πάνω μου μη λογαριάζοντας την αυτοταπείνωσή μου όπως όταν ήμουνα μικρή…
Επέλεξα το πρώτο. Μα πριν προσπαθήσω να βγάλω το πανί που με είχε κουκουλώσει, μια φρικτή σκέψη σούβλισε το μυαλό μου. Λες μωρέ να με είχε βιάσει έτσι που ήμουνα αναίσθητη;
Τρέμοντας ψηλάφησα τα επίμαχα σημεία μου. Δόξα σοι ο Θεός τα εσώρουχα στη σωστή τους θέση. 
Αναθάρρησα.
Τραβάω το πανί από τα μάτια μου. Σκοτάδι πυκνό…
Μα τι τέλειος επαγγελματίας ο τύπακας! Μπορούσε να εργάζεται στα μαύρα σκοτάδια ούτε καν με έναν φακό, μόνο και μόνο να μη γίνει αντιληπτός!!!
Και πια δεν άντεχα άλλο. Τα νεύρα μου τσατάλια.
Και να το κινητό μου ξανά. Ειλικρινά το μίσησα. Ήταν μεν η επαφή μου με τον έξω κόσμο, με τη σωτηρία, μα μου ήταν άχρηστο, σαν να με κορόιδευε ένα πράγμα.
‘’Βρε άντε στο διάβολο κι’ εσύ’’ μουρμούρισα άθελά μου δυνατά. Δάγκωσα τη γλώσσα μου τρομαγμένη με την αποκοτιά μου. Μα ευτυχώς δεν υπήρξαν συνέπειες.
Αναθάρρησα κι‘ άλλο.
Με τρεμάμενα χέρια ανάβω το φως να δω τουλάχιστον αυτόν που θα με σημάδευε με το όπλο του.
Κανείς.
Πάω γρήγορα στην τουαλέτα που προηγείτο στις ανάγκες μου και με έκπληξή μου βλέπω τα ρουμπινοδιαμαντικά μου που είχα αφήσει από το πρωί στο ντουλαπάκι, να είναι εκεί απείραχτα. Λίγο ακόμη να μου κοπεί η ‘’ανάγκη’’ μου μαχαίρι και να έχω να αντιμετωπίσω και προβλήματα υγείας μετά.
Κλέφτης αόρατος, τα χρυσαφικά απείραχτα, εμένα δεν με βίασε, το σπίτι τακτοποιημένο όπως το άφησα το πρωί, ως και η φανταστική τούρτα σοκολάτα που μου έκανε δώρο την προηγουμένη ημέρα ο καλός μου για μια επέτειό μας, απείραχτη κι αυτή στο ψυγείο. Τι είδους κλέφτης ήταν τούτος; Κανένας βιτσιόζος που έπαιζε με το θύμα του σαν τη γάτα με το ποντίκι;
Βρε μυστήριο.
Το σπίτι μου μικρούλι, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, κουζίνα μπάνιο και χολ. Κλέφτης γιοκ.
Βρε ξανά μανά μυστήριο. 
Με ένα ποτήρι νερό στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο, κάθισα λίγο να συνέλθω.
Το κινητό μου ξανά.
Ο καλός μου.
«Τι έγινε μωρό; Γιατί αργείς;»
Μα τι μου έλεγε τώρα η αγάπη μου;
Με περίμεναν ακόμα;
Δεν πέρασαν τόσες ώρες από την ώρα που άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου;
Κοιτάζω το ρολόι μου. 8.30 μόνο. Η ώρα του ραντεβού…
Σαν σε fast motion σκηνή, κάνω ό, τι ήταν δυνατόν για μια ευπρεπή εμφάνιση και ανοίγοντας την πόρτα μου να φύγω, βλέπω την πετσέτα μου που κρεμούσα στο εσωτερικό της εξώπορτας για ένα τελευταίο σκούπισμα των χεριών μου πριν βγω,( μια συνήθεια που είχα από παιδί),να είναι κατάχαμα! Δεν ήταν πανί, η πετσέτα μου ήταν, η οποία με την ορμή και τη βιασύνη που άνοιξα την πόρτα μου να μπω έπεσε επί της ανόητης κεφαλής μου.
Μήτε κλέφτης, μηδέ ληστής. Μήτε βιαστής μηδέ βιτσιόζος!!!
Θεούλη μου σ’ ευχαριστώ.
Μόνο τώρα όπλισέ με με κουράγιο να αντέξω την καζούρα που θα μου κάνουν τα παιδιά για το πάθημά μου».


Αυτή ήταν η ιστορία που μου διηγήθηκε η καλή μου πελάτισσα και όταν ήρθε ο καλός της, μας βρήκε να γελάμε ακόμα».
«Τι έγινε παιδιά;» είπε. Και συνέχισε: « Ήσουν τυχερό μωρό μου προχθές βράδυ. Ξέρεις τι έμαθα; Πιάστηκε ο τρελός ληστής με το κατσαβίδι. Και ξέρεις που κρυβόταν; Στο σπίτι του κυρ Μήτσου δίπλα ακριβώς στο δικό σου! Και ναι μεν το σπίτι του κυρ Μήτσου υπεράνω κάθε υποψίας, ο παλαβός ληστής όμως, έφερνε τις βόλτες του στα τριγύρω σπίτια για να ξεμουδιάζει και να κρατιέται σε φόρμα, όπως ομολόγησε!!!»…
«Όχι δεν ξανά λιποθύμησε η καλή μου φίλη. Είχε συνηθίσει πια….» είπε ο Μάνος τελειώνοντας τη μικρή του ιστορία.

  



«ΤΕΛΟΣ»
***


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου