Σελίδες

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

"Τα Μάτια του μικρού παιδιού"



Ένα διήγημα από τον Εμμανουήλ Τσεμπερλή.





Εκείνη την ημέρα ο ήλιος έκαιγε σαν τρελός. Οι φωνές ερχόντουσαν από παντού, διάσπαρτες γεμίζοντας τον αέρα αυτής της χώρας. Φωνές μικρών παιδιών που έπαιζαν στις αλάνες, φωνές ανθρώπων που ερχόντουσαν σε σύγκρουση με τις δυνάμεις της εξουσίας σε κάποια απόμερη πλατεία . Αλλά δεν ήταν μόνο αυτές οι φωνές. Ήταν και τα τεράστια κτήρια που το μέταλλο τους έσκουζε ατάραχα, οι γέροι που αργοπέθαιναν στο δρόμο ψιθυρίζοντας μόνο μια ταπεινή προσευχή αποδεχόμενοι το κακορίζικο της μοίρας τους.
Παρά ταύτα ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει και να καίει σαν τρελός, περίμενε, ήθελε με κάθε τρόπο να κάνει αυτά τα δυο μικρά μάτια να τον δουν. Εκείνη την ώρα του μεσημεριού στη μέση του πουθενά μόλις είχε γεννηθεί ένα μωρό. Δεν είχε προλάβει να ανοίξει ακόμα τα ματάκια του, αλλά δε θα αργούσε η στιγμή που θα το έκανε . Για αυτά τα δυο μικρά μάτια περίμενε ο ήλιος, για αυτά τα δυο μικρά μάτια, για να τους χαρίσει λίγο από τη λάμψη του.

Και να που τα άνοιξε! Προσπάθησε να δει τον κόσμο γύρω του. Δεν αντίκρισε τίποτα άλλο  εκτός από μια φωτεινή λάμψη και το γαλάζιο ουρανό.

Ακόμη, όμως,το μωρό δεν είχε λαλιά για να μιλήσει και το μόνο που τόλμησε ήταν να αναρωτηθεί με όλη την δύναμη της ψυχής του και είπε από μέσα του "που Βρίσκομαι;"

Δεν άκουσε κανέναν να αποκρίνεται, μέχρι που μια φωνή από ψηλά του ψιθύρισε "στον αληθινό κόσμο, στη γη". Ήταν η φωτεινή μπάλα από τον ουρανό που τώρα την αισθανόταν πιο ζεστή. "Γιατί είμαι εδώ" αναρωτήθηκε το μωρό για μια ακόμη φορά, και τότε πάλι ο ήλιος του απάντησε "γεννήθηκες για να έρθεις σε αυτό τον κόσμο, να τον δεις και να φύγεις. Για αυτό προσπάθησα να λάμπω όσο περισσότερο μπορώ σήμερα, για να έχεις να θυμάσαι την πιο φωτεινή και ωραία εικόνα που θα μπορούσα να σου χαρίσω".

Τότε το μωρό προσπάθησε να δακρύσει, μα δεν πρόλαβε. Έβγαλε μια ανάσα και έφυγε χωρίς να έχει ξεστομίσει μια κουβέντα ή έναν ήχο ή έστω ένα κλάμα.

Έφυγε σιωπηλά όπως είχε έρθει. Αυτός ήταν ο ήχος που τρόμαζε περισσότερο από όλους τους άλλους τον ήλιο. Η βουβή σιωπή της φυγής, ο ήχος που δεν τον ακούς αλλά τον καταλαβαίνεις.



Γράφτηκε για τα παιδιά που γεννιούνται σε ένα κόσμο που δεν τους δίνει το δικαίωμα να ζήσουν και να νιώσουν στα χείλη τους την αλμύρα έστω και από ένα δάκρυ τους.

Εμμανουήλ Τσεμπερλής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου