Για λίγους
μήνες, μάνα.
Ώσπου να
φτιάξει ο καιρός να μη κρυώνεις μόνη.
Πάλι με τις
γειτόνισσες θα πίνεις τον καφέ σου
κάτω απ’ τον
ίσκιο της μουριάς.
Να λέτε, να
θυμάστε πόσοι σας βάραιναν καημοί,
πόσοι σας
πήραν χρόνοι.
Χατίρι δε
μου χάλασες.
Αγέλαστη σε
πήρα ένα πρωί απ’ το σπίτι σου.
Κρατούσα στο
‘να χέρι τα λίγα σου υπάρχοντα
και στ’ άλλο
έσερνα βαριά τα ογδοντάχρονά σου.
Αύριο πάλι
θα ‘μαι δω.
Και βιάστηκα
να φύγω, μη και το δάκρυ μου φανεί,
μα στην αυλή
σαν έφτασα γυρνώντας το κεφάλι
σε είδα στο
παράθυρο να μου κουνάς το χέρι.
Τέσσερα
χρόνια στη σειρά πίσω απ’ το ίδιο τζάμι,
πάντα με
καλωσόριζες και μ’ αποχαιρετούσες.
Δεν μου
παραπονέθηκες.
Μονάχα με
ρωτούσες τι κάνουν τα εγγόνια σου
κι αν πότισα
τις γλάστρες στο σπίτι σου που ‘ναι κλειστό
στην Άγιου
Δημητρίου.
Πριν σ’
απαντήσω, μου ‘λεγες:
«Αδύνατο σε
βρίσκω. Δε τρως, δε ντύνεσαι καλά.
Μην έχεις
τόσες έγνοιες…»
Στο ξόδι σου
σε πέρασα απ’ το κλειστό σου σπίτι.
Σαν τη φωνή
σου ακούστηκε μακρόσυρτη η σειρήνα
και βγήκαν
οι γειτόνισσες να σ’ αποχαιρετήσουν…
Συχνά τα
βήματά με παν ‘κει που τα στέλνει ο νους μου,
σ’ εκείνο το
διώροφο Λάμψα και Κηφισίας.
Πάει καιρός
που σε ‘σβησαν κι έκλεισε το τεφτέρι.
Σε βλέπω στο
παράθυρο να μου κουνάς το χέρι.
Φοράς τη
ρόμπα την καλή κ’ ισιώνεις τα μαλλιά σου
να μη σε δω
ατημέλητη, μη δω τη μοναξιά σου.
Έπαινος στον 35ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών
Κατερίνα Μακρή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου