Δε σε γνωρίζω, δε θυμάμαι να σε είδα.
Μες στ’ άγρια κύματα, στ’ ανέμου τη βοή,
σου δωσα ,λες, την άλλη άκρη απ’ τη σανίδα
και μείναμ’ έτσι γαντζωμένοι στη ζωή.
Νύχτα, αντίκρυ στις στεριές και στο ναυάγιο.
Είχε σε ύφαλο το πλοίο καρφωθεί.
Μου λες πως μοίραζα σωσίβια και κουράγιο,
όταν στην τύχη όλα είχαν αφεθεί.
Δε σε θυμάμαι και συμπάθαμε κυρά μου.
Θολές εικόνες, ταραγμένο το μυαλό.
Οικτρές φιγούρες, θλιβερές, ολόγυρά μου,
θρηνούσαν ψάχνοντας τον άφαντο γιαλό.
Ήταν ο άντρας σου, μαζί και η μνηστή μου
στων αγνοούμενων τη λίστα. Υποκριταί!
Το ξέρεις χρόνε, σιωπηλέ βασανιστή μου,
οι αγνοούμενοι δε βρίσκονται ποτέ.
Σκηνές θυμίζει αλγεινές , η άφιξή σου.
Πλώρη κατάσχιστη, γερμένη κουπαστή.
Με χαιρετά σφιχτά το χέρι το δεξί σου
κι’ αποζητά πάλι σανίδα να πιαστεί.
Μέσα στα μάτια σου γυναίκα άγνωστή μου
κείνο το πέλαγο προβάλλει και ριγώ.
Βαθιά τους, βλέπω αμυδρά και τη μνηστή μου.
ίσως να μοιάζω με τον άντρα σου κι’ εγώ…
Απενεμήθη ΑΡΙΣΤΕΙΟ στις 22-11-2014, στα πλαίσια του 5ου
Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, από τον Ελληνικό
Πολιτιστικό Όμιλο Κυπριων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ)
Όσες φορές κι'αν το διαβάσω, με φέρνει σε μία υπερένταση συναισθημάτων που μου είναι δύσκολο να την αναλύσω! Μου αρκεί όμως η αίσθηση ότι είναι σαν να το διαβάζω για πρώτη φορά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΙΣΤΟΡΊΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ,με λίγα λόγια. Ναυάγιο Ελληνικού πλοίου, μεσάνυχτα, με πρόσκρουση σε ένα ξερόνησο , από τα πολυάριθμα της Ινδονησίας, λόγω βλάβης της μηχανής .Έτος 1974. Πλήρωμα 20 άτομα + την γυναίκα του Καπετάνιου και την μνηστή του Υποπλοιάρχου. Όλοι στη θάλασσα, να προλάβουν ν' απομακρυνθούν για να μην τους παρασύρει στον πάτο η δίνη της βύθισης του πλοίου που έβαζε διαρκώς νερά. Τα πολύ ισχυρά ρεύματα και το βαθύ σκοτάδι δεν άφηναν περιθώρια συνεννόησης των ναυαγών και ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Κατά μία ευτυχή συγκυρία τη γυναίκα του καπετάνιου κατάφερε να τη σώσει ο Υποπλοίαρχος δίνοντάς της μια σανίδα που κρατούσε για να πιαστεί και αυτή, ενώ δεν μπόρεσε να βρει την μνηστή του την οποία έψαχνε επί ώρες στο σκοτάδι. Οι ελάχιστοι που γλύτωσαν τον πνιγμό , μεταξύ των οποίων δεν ήταν ούτε ο καπετάνιος ,ούτε η μνηστή του υποπλοιάρχου ,και που κατάφεραν να τους μαζέψουν τα ψαράδικα που έσπευσαν εκεί το πρωί ,επαναπατρίσθηκαν. Η γυναίκα του πλοιάρχου, αφού πέρασε περίπου ένας θλιβερός χρόνος ,ανακτώντας την ψυχραιμία της αποφάσισε να βρει τον σωτήρα της ,και τον βρήκε! ΕΠΙΛΟΓΟΣ. παντρεύτηκαν και ζουν στο Πρόβιντενς της Αμερικής χωρίς να έχουν επιστρέψει ως τώρα στην Ελλάδα. Υ.Γ. ο Υποπλοίαρχος ήταν συνάδελφός μου,από την σχολή Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου, εγώ είμαι της σχολής της Υδρας και είχαμε γνωριστεί σε κοινό δίμηνο φροντιστήριο που κάναμε πριν περάσουμε τις εξετάσεις για τις σχολές μας. Συγνώμη για την πολυλογία αλλά γι' αυτόν τον λόγο έγραψα το συμβάν σε...ποίημα, γιατί τα ποιήματα έχουν το χάρισμα, με λίγους στίχους να καλύπτουν πολλές σελίδες πρόζας. ΚΩΣΤΑΣ ΣΩΚΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ για τα σχόλιά σας. Κώστα μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες πίσω από το βίωμα που οδήγησε στην έμπνευση του ποιήματος! Το φατνάστηκα ότι είναι βιωματικό το ποίημα, αλλά φυσικά δεν μπορούσα να φανταστώ αυτήν την ιστορία!
Διαγραφή