Βοριάδες που άγρια, αχόρταγα, τη μαύρη γη τρυγάτε
κρατείστε την ανάσα σας και μην παραφυσάτε.
Το λυχναράκι το μικρό που ‘χω στην αγκαλιά μου
τρομάζει, τρεμοπαίζει μου, παρ’ όλα τα φιλιά μου.
Νάνι μου, νάνι, νάνι το
νάνι το ελάφι το γοργό,
που η ομορφιά το συναντάει, σαν σκύβει για να πιει νερό.
Σωπάστε, αποξεχάστηκε, γείραν τα βλέφαρά του,
κι ας είν’ ο Ύπνος αδελφός του Άδη, του θανάτου.
Σωπάστε κι ονειρεύεται τα θάματα της πλάσης,
ταξιδευτής στις εσχατιές, του έρωτα δυνάστης.
Νάνι μου, νάνι, νάνι του
νάνι του ρήγα το παιδί,
νάνι που στις φτερούγες του, κρύβει το κοφτερό σπαθί.
Θάλασσα, πικροθάλασσα και θηριοκρατούσα,
κανάκεψτο, γαλήνευτο, αλμυροπότισέ το,
να καταπίνει δάκρυα, να μη λυγάει στον πόνο,
κατάστηθα να μάχεται τ’ άδικο και τον φθόνο.
Νάνι μου, νάνι, νάνι του
νάνι του δράκοντα ο γιος,
νάνι που μες στην καταχνιά, αυτός γεννοβολάει το φως.
Έπαινο στον 14ο λογοτεχνικό διαγωνισμό Κερατσινίου.
Ιωάννα Χρήστου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου