Οι τιτάνες και οι δαίμονες με αφορίσανε,
ξωτικά και νάνοι γρήγορα αποχωρήσανε,
σα να ήταν κυκεώνας η ματιά του Κύκλωπα,
μου κατακερμάτισε τα λόγια, τα ανείπωτα,
στο φως της σελήνης με το μάτι αψιμάχησα,
με την ήττα μου με πίκρα εντελώς συμμάχησα,
στο νησί της Κίρκης-φαντασίας εξορίστηκα,
σαν ηφαίστειο που φτύνει λάβα, εξοργίστηκα.
Ο χρόνος κύλησε κι ανέκτησα ξανά τα γκέμια,
στολίστηκε η Γη σαν εκκλησία με ανθέμια,
σα βασιλιάς κρατάω πια των λέξεων τα σκήπτρα,
τον γρίφο της ζωής σα μύστης λύνω απ’ την μήτρα,
στα σπάργανα της πλάσης κείτονται οι απαντήσεις,
φτάσε με το νου σου εκεί και θα τις συναντήσεις.
Στον μπαξέ μου ρόδα και ηλίανθοι ανθίσανε,
άγγελοι και ήρωες αγάπη μου χαρίσανε,
με τον Γίγαντα για πάντα συμφιλιωθήκαμε,
με το χάραμα του ήλιου ξαναενωθήκαμε,
κι αν τυχόν προκύψει κάποιο άλυτο μυστήριο,
έχω γνώση της πηγής, το θείο ελιξήριο,
στης αλήθειας το χυμό, οσφραίνοντας το άρωμα,
θα μεστώσει της απόκρισης το ξεβλαστάρωμα.
Μοσχόπουλος Γεράσιμος 25/05/12 12:55μμ.
Καλησπέρα Γεράσιμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά είναι πάρα πολύ όμορφο! Έξυπνη γραφή που σε ταξιδεύει στο έπος του Ομήρου. Συγχαρητήρια για τις όμορφες λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιείς! Διαβάζοντάς το, ήρθαν στο μυαλό μου πολλές εικόνες!
Καλό Σαββατοκύριακο φίλε μου!
Καλησπέρα Σάββα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ Σάββα μου!
Καλό σαββατοκύριακο και σε σένα!