Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Πέπλο γρίφου



Η θάλασσα κυμάτιζε αγέρωχα και πρίμα,
είμαι ο πειρατής που έχει σύμμαχο τη ρίμα,
περιηγούμαι για τη νήσο της οφθαλμαπάτης,
μα θα μου φέρει γούρι ο μεθυστικός αχάτης.


Σαν έφτασα εκεί, επικρατούσε ησυχία,
λες και βρισκόμουνα στη στοιχειωμένη ουτοπία,
ομίχλη ύφαινε τον τόπο μ’ ένα πέπλο γρίφου,
νομίζω πως κοιτώ συμβάν θανατηφόρου τύφου.

Ψάχνω τη γυναίκα μου, μα βρήκα μωβ εντόπιο,
σα να είχα παραισθήσεις κι είχα πάρει όπιο,
είπε: -«Καλωσήρθες στο νησί του ασυνάρτητου,
είμαστε σαν ένα πλοίο δίχως το κατάρτι του,  
άνοιξε τις βλεφαρίδες και δες τον κατάλογο,
κατανόησε βαθειά το καθετί παράλογο!».

Συμβουλευόμενος τη λίστα, παραγγέλνω γάλα,
Και το μπλαβί γκαρσόνι απαντάει: –«Θες μια στάλα;
Δεν έχω παραπάνω κι αν πολύ το θες, κοιμήσου,
αν στ’ όνειρο δεις στάμνα γάλακτος, εγώ μαζί σου!».

Κατέβασαν ρολά τα μάτια κι είδα οπτασία,
άκουσα ένα χελιδόνι που ‘χει ομιλία:
-«Δεν τιτιβίζω, εκφωνώ σαν ένας παπαγάλος,
σ’ απασχολεί σεβντάς ανεπανάληπτος, μεγάλος.
Αν θες να δείς τη σύζυγό σου αβλαβή και σώα,
πήγαινε στη μαντάμ του πύργου π’ αγαπά τα ζώα».
 
Σαν άνοιξα τα μάτια, βρέθηκα σε μια μπλε λίμνη,
παιζόντουσαν μεγαλειώδεις και παλμώδεις ύμνοι
από το πνεύμα της, κρατώντας την λευκή της άρπα,
παράλληλα φορώντας μια γαλάζια εσάρπα.

Με ρώτησε: –«Τι θέλεις πειρατή, πορφυρογένη;»
κι εγώ αναρωτώ: -«Του πύργου η κυρά που μένει;».
-«Ζει ακριβώς μετά το δάσος, πάνω απ’ το λόφο,
βάλε τα ζώα με αγάπη στο ζεστό σου κόρφο
και να ‘σαι σίγουρος σαν ταύρος πως θα την κερδίσεις,
στοίχημα την εσάρπα μου πως θα την κατακτήσεις.
Σου χαρίζω ένα μαγεμένο τριαντάφυλλο,
κράτα το σα τυχερό τριφύλλι, σαν τετράφυλλο!».

Την ευχαρίστησα με θέρμη κι έφυγα τροχάδην,
σκοτείνιασε λες κι ήμουν στο βασίλειο του Άδη,
ο ουρανός μου θύμωσε και ξέρασε αψέντι,
σα να ‘μουν καλεσμένος σ’ ορφικό, αρχαίο γλέντι.

Ξαπόστασα για λίγο μες στης πόλης το ρολόι,
ήπια επτά γουλιές κρασί από μια οινοχόη, 
δεν ξέρω αν ευθύνεται ο οίνος ή το μέρος,
αλλά μιλούσε ένας άφαντος, σοπράνο γέρος:
-«Είμαι ο χρόνος και σου λέω: παλληκάρι βιάσου,
καθώς αν τα χτυπήματά μου γίνουν μια ντουζίνα,
θα σου πω: απ’ τα μαύρα μάτια μου τελείως χάσου,
γνωρίζω το συμβάν, πως δάγκωσες τη λαμαρίνα!».
-«Μα η ώρα είναι ήδη τρεις τα ξημερώματα,
δε γελώ καθόλου με της νύχτας τα καμώματα!».
-«Σε αυτό τον τόπο σφύζουν τα λεπτά αντίστροφα,
δεν το θέλω να σε κυνηγάω με περίστροφα!».
 
Ξεκίνησα για τις ορφνές και δασικές εκτάσεις,
ένιωθα σα να ταξιδεύω σ’ άλλες διαστάσεις.
Σαν έφτασα στις παρυφές του δάσους, συναντάω
το τρωκτικό τ’ οξύθυμο κι αμέσως του μιλάω:
-«Πες λαγουδάκι, πως περνώ ατάραχα το άλσος;
Να έχω στο μανίκι έναν διαμαντένιο άσο».
Νευριασμένος απαντά με χρώμα σα παντζάρι,
απ’ τον θυμό στο κάλμα μ’ ευκολία μπαλαντζάρει:
-«Δε βλέπεις άνθρωπέ μου το βιβλίο μες στη θήκη;
Γράψε δυο, τρεις αράδες και η μοίρα θα σ’ ανήκει!
Δε γράφεις με στυλό, αλλά με λασπουριά και χώμα,
δώσε στους στίχους σου του συναισθήματος το χρώμα».
Ανοίγω το κιτάπι του κισμέτ, γυρνώ σελίδα,
γράφω κι αναζητώ του έρωτά μου την πυξίδα:
-«Θα διανύσω το δρυμό χωρίς κανένα λάθος,
το βίο αντιμετωπίζω έντεχνα,  με πάθος».

Προχώρησα μες στο δρυμό με σιγουριά περίσσεια,
ποτέ μου δε λοξοδρομώ, βαδίζω μόνο ίσια,
συνάντησα μια όμορφη κυρά, μα τρωκτικίνα,
μου μίλησε γλυκά, καθότι είναι μια τσαχπίνα:
-«Ψάχνω τον άγρυπνο φρουρό του δάσους κι εραστή μου,
ακολουθεί πιστά την κάθε πράα εντολή μου!».
-«Νοείς τον ευερέθιστο σα μύγα, λαγουδίνο;».
-«Αυτόν! Ναι! Σε χλωρό κλαρί ποτέ δεν τον αφήνω!».
-«Τον είδα στην αρχή του περιπόθητού σας δάσους,
έχει απ’ όλα τα ζωάκια, εκτός από βονάσους».
-«Σ’ ευγνωμονώ και δίνω το κουτί μου απ’ ατσάλι,
κράτα εκεί, αυτό που δε θες να σου πάρουν άλλοι».
Είπα μερσί και κλείδωσα μες στο κουτί το άνθος,
το ρόδο συμβολίζει της αγάπης μου το πάθος.
Έφυγα απ’ το δάσος, φύσαγε δριμύς αέρας,
υπάρχει στην καρδούλα μου ο πολικός αστέρας.
 
Έφτασα επιτέλους στον περίφημο λοφίσκο,
απ’ το πυκνό σκοτάδι δεν θωρούσα μήτε ίσκιο,
όμως, διέκρινα μια δεσποινίς κοντά στο κάστρο,
ελπίζω να χαρίσει το γλυκό, γραφτό μου άστρο.
Σαν την πλησίασα, της είπα μοναχά με κέφι:
-«Γεια σου κυρά του πύργου! Ποιος κανόνας σε κατέχει;».
-«Αν απαντήσεις εντελώς σωστά στο αίνιγμά μου,
σου δίνω την ευχή και την αφάνταστη χαρά μου!
Ποιο ζεύγος απ΄το δάσος είναι το πιο λατρευτό μου;
Αν το βρεις θα σου δώσω κατιτίς ολόδικό μου!».
 -«Εύκολο είναι να πετύχω και να πέσω μέσα,
τ’ οργίλο τρωκτικό κι η δικιά του που ‘χει μπέσα!».
-«Σωστό σε βρίσκω, άκουσε λοιπόν το μυστικό μου:
Πήγαινε κατευθείαν μέσα στο δωμάτιό μου,
εκεί θα δεις τον μαγεμένο μου μικρό καθρέφτη,
πρόσεξε, παριστάνει ένα θεατρίνο ψεύτη,
αποτελεί μια πύλη για τον κόσμο που γυρεύεις,
πορέψου μ’ αφοβία, με το σθένος που πρεσβέυεις!».

Ο χρόνος που ‘χει μείνει ήταν σαν τελειωμένος,
ορμώ μέσα στο κάστρο όντας αποφασισμένος.
Μπαίνω στην αίθουσα και τον καθρέφτη αντικρίζω,
θωρώ το είδωλό μου μα καθόλου δεν αγγίζω,
μάγια συμβαίνουνε, λες και το κάτοπτρο καπνίζει,
η απεικόνισή μου παίρνει σάρκα και ξορκίζει:
-«Είσαι παγιδευμένος πια στην κτίση του ονείρου,
θα λάβεις το κισμέτ του πολυτάξιδου Ομήρου
αν μου δώσεις απ’ το ρόδο ένα μόνο πέταλο!».
Ασφαλές το νιώθω το λουλούδι μες στο μέταλλο
κι έτσι έκανα ρητά αυτό που συμφωνήθηκε,
προς κατάπληξή μου, το κουτί εξαφανίστηκε,
μετουσιώθηκε το μαγεμένο ρόδο σ’ άμμο,
το θάρρος μου σμικρύνθηκε σαν κοντούλη νάνο.


Θόλωσα και δεν ήξερα καθόλου τι να κάνω,
έριξα τον αχάτη μου προς τον καθρέφτη πάνω,
εκείνος έσπασε κι αμέσως άνοιξε μια πύλη,
απ’ την αντίπερα πλευρά μ’ αντίκρισαν οι φίλοι.

Το βήμα έκανα για να μεταφερθώ κοντά τους, 
σε μια στιγμή πλησίασα εκεί, στην αγκαλιά τους.
Ήταν εδώ κι αυτή που έπλεκε τον έρωτά μας,
ούριος άνεμος φυσούσε για τα όνειρά μας.

Είπε: -«Κοιμόσουνα για τρεις ημέρες, τρία βράδια,
μου λείπανε τα στοργικά και τα ζεστά σου χάδια!».
Το άθραυστο κουτί κατείχε μέσα το λουλούδι,
γι’ αυτό της αφιέρωσα το δίστιχο τραγούδι:
-«Όρκο δίνω στο φλογάτο ρόδο, στο αμάραντο,
η αγάπη μας θ’ ανθίζει σαν ζουμπούλι άχραντο!».

Το τέλος ήρθε για την έμμετρή μας ιστορία,
μακάρι κι η ζωή σας να ‘χει ρέμβη κι ευφορία!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου