Δάκρυσε
η Ελλάδα μας, στην όψη του ζητιάνου! Του ζητιάνου που το βλέμμα του, κέρωσε!
Κέρωσε
στο σημάδι της Αυγής κι η Μάνα-Γης θυμώνει και αντρειεύει!
Αντρειεύει
ξαστεριά αναζητεί και «χώμα» του Θεού που κλαίει στην εικόνα!
Εικόνα
δίχως όψη «λεβεντιάς» μα με μυρσίνης σήμαντρα κι εκστατικές καμπάνες!
Γυρεύω
σάρισα της Ανθρωπιάς, στου Μεγαλεξάνδρου το Φως στη Χώρα του Αιώνα!
Τ’
Αιώνα π’ αλληλέγγυος της Οργής, με δάκρυα ονειρικά αγγίζει τους Ανθρώπους!
Εκείνους
που πληρώνουν της Αυγής, τα δώρα τα γαμήλια πριν την ιχνηλασία!
Όχι!
Δε φταίνε οι Άνθρωποι, για το Κακό! Εκείνοι ονειρεύονται κι Αγάπη πεθυμάνε!
Δίνουνε
δάκρυ της μαγείας με καρδιά, για ύψωμα και βάλσαμο στην Άβυσσο της ζήσης!
Όλοι
μαζί υψώνονται στη Χαραυγή! Χαρίζοντας στα Όνειρα τη δύναμη της Πράξης!
Της
Πράξης που Ανάσταση ζητεί, με μία θεία γελαστή θλιμμένη χελιδόνα!
Ω!
Χελιδόνα «αγριοπούλι» της φωτιάς! Την Ανθρωπιά σου, χάρισε, στη σάρισα που
κλαίει!
Δυνάμωσε
τον ήλιο της Οργής, όπου Χριστού οι Είλωτες φιλάνε τις εικόνες!
Φιλάνε
τις εικόνες της Οργής, μιας νεκρικής απαντοχής, σιγής την κοσμόκλεφτρα!
Γελάνε
πρόσωπα, σβήνουν καρδιές, υψώνονται σταυράδερφα με υστερνούς πατέρες!
Πατέρες
μπρος στο Φως της Ανθρωπιάς, όπου διαμάντι όλο Ψυχή βοά την ύπαρξη τους!
Θάμβος
του γαίματου, τρελή σκιά με ύψωμα «αγύρτη Νου» σε μαύρη περιστέρα!
Ω!
Περιστέρα μαύρη, γίνε συ λευκή, του δελφικού μας του θεού και του Χριστού
τρυγόνα!
Χάρισε
νάμα Στύγας στα ξεφτέρια της Οργής!
Τ’
Ανθρωπινού μας, τις κραυγές και τις κλεμμένες λύπες!
Λύπες
του Έρωτα και της Ζωής! Μιας Χώρας που ‘χάσε το Φως, μ’ ακόμα αναπνέει!
Ναι,
αναπνέει και υψώνεται ψηλά! Πα’ στης Ακρόπολης τη γης αγιάζοντας το βράχο!
Το
βράχο όλο Γνώση και Καρδιά, που αγαπά τον Άνθρωπο και ξέρει την Ψυχή του!
Ελλάδα
μου, την όψη σου, θωρώ, δακρύζω ικετεύοντας το Μέγα Προμηθέα!
Φορέστε
τ’ άρματα οι πελταστές και του Ονείρου τ’ ιερού θλιμμένοι ιχνηλάτες!
Οδύσσεια
μας περιμένει με νεκρούς, μα ο Άνθρωπος, τον Άνθρωπο πολύ τον δυναμώνει!
Τον
δυναμώνει, τον αντρειεύει, του γελά! Κι εκείνος γίνεται θεός μαζί με τους
συντρόφους!
Ω!
Ντομπροσύνης «κλέφτρα» συντροφιά!!! Εσένανε θωρώ Αρχόντισσα της πλάσης!
Της
πλάσης που φοβάται μα γελά κι όλο, θυμάται, χαίρεται την ιερή Κολχίδα!
Κολχίδα
τη βασίλισσα της λεβεντιάς, που συμπληγάδες νίκησε και θάλασσα π’ απλώνει!
Απλώνει,
δυναμώνει, σιωπά! Με βιάση ονειρική τ’ Αστέρι το «καημένο»!
Ω!
Το θωρώ σαν είδωλο, στην ξαστεριά! Ανάσταση!!!
Μιλτιάδης Ντόβας
Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ-“ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ” ΚΕΛΑΙΝΩ
2013”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου