Εσύ, αδερφέ, να είσαι εδώ
τα ξένα μη ζηλέψεις.
Ταχιά θα φύγω μακριά,
μισό καρβέλι στον τορβά.
Το σπίτι μας να ‘ναι ανοιχτό,
τη μάνα να προσέχεις.
Στον ώμο τον ακούμπησε
και του δωσε τη διάτα.
Βροντάει την πόρτα πίσω του,
κλεφτή ματιά τριγύρω του,
χειροφιλεί τη μάνα του
και χάθηκε στη στράτα.
Μέρες και νύχτες στις ερμιές
μ’ αγκαθωμένα πόδια.
Κόβει στη μέση τη μπουκιά.
Να ‘ξερε και για πού τραβά;
Η μάνα κάνει προσευχές
να διώχνει τα εμπόδια.
Με τ’ όνειρο για οδηγό,
με φόβο και μ’ ελπίδα.
Από το βράδυ ως το πρωί
άγνωστα χώματα πατεί
Στη θάλασσα να ξανοιχτεί
και να ‘βρει αλλού πατρίδα.
Δυο μέρες μεσοπέλαγα
έρχεται τ’ άγριο κύμα.
Αυτός το φυλαχτό κρατά,
μόνο σ’ αυτό ελπίζει πια.
Στον πάτο βρήκε συντροφιά,
βρήκε εκεί και μνήμα.
Η μάνα ακόμα καρτερεί
να ‘ρθει ο ξενητεμένος.
«Θα ‘ναι όλο νιάτα και ομορφιά.
Θα ‘χει λαχούρια και προικιά.
Χρυσό ρολόι θα φορά
και θαν’ καζαντιμένος».
Κατερίνα Μακρή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου