Νωρίς βραδιάζει
και αργεί να ξημερώσει
στης γειτονιάς σου τα δρομάκια
τα στενά.
Δεν βρίσκεις
τόπο, ούτε κάποιος θα σε σώσει,
άδεια έχεις
όνειρα, ασπρόμαυρα, μισά.
Η μοίρα χώθηκε βαθιά
στην
τρύπια τσέπη,
σε περιπαίζει,
μόνο δάχτυλα μετρά,
κοιτάζεις γύρω
τις σιωπές που έχουν
απλώσει
τη μοναξιά
σου, σε παράθυρα κλειστά.
Βρίσκει η καρδιά
σου
χίλιους τρόπους να ματώσει
πάνω σε λόγια, υποσχέσεις,
δανεικά.
Μέλλον ενέχυρο
στα χέρια της
ανάγκης,
αποκαϊδια φέρνει
ο αέρας που φυσά.
Δεν ξεχωρίζεις
καλοκαίρι από χειμώνα,
λύγισες με τα μάτια σου ψηλά.
Το λίγο,
δυνατή βροχή πάνω
σου, καίει.
Η ελπίδα,
λίβας, στης ανέχειας τα στενά.Μαριάνθη Πλειώνη
Α' βραβείο στην κατηγορία τραγούδι από το Διεθνή Λογοτεχνικό περιοδικό Κελαινώ 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου