Στα χρόνια τα εφηβικά,
δυο τάξεις παραπάνω.
Ήσουν αετός κι είχες
φτερά
κι εγώ σε κοίταζα κρυφά
μη ντροπιαστεί το βλέμμα
μου ξέρωντας δε σε φτάνω.
Πώς σε θυμάμαι, μάτια μου,
περιτριγυρισμένο.
Ξανθός θεός να ρητορείς
και τ’ άδικο να τιμωρείς
η θέρμη σου γοήτευε, το
μάτι πυρωμένο.
Έπειτα, χάθηκες καιρό σε
μια μεγάλη πόλη.
Ένα κρινάκι τυραννώ
και μεσ’ τη χούφτα μου
ζουλώ
ποτέ μου δε σου το ‘δωσα,
δεν έβρισκα την τόλμη.
Εσύ, αετός φτερούγιζες
στα μήκη και στα πλάτια.
Ορμούσες μέσα στη φωτιά
κι είχες στο στήθος μια
καρδιά
που πόναγε και μάτωνε απ’
τ’ άδικου τα αγκάθια.
Κατόφυλλο τριαντάφυλλο σ’
ανοίξανε στα στήθια
κι εγώ δεν ήμουνα εκεί
να σου φιλήσω την πληγή
να δω ν’ ανοίγεις τα
φτερά όπως το ‘χες συνήθεια.
Κι έτσι μια μέρα, μιαν
αυγή όλα εδώ παγώσαν.
Κλαίγαν κορίτσια στις
αυλές,
μάνες πετάγαν τις ποδιές.
Σκοτώσανε τον Άδωνη και
το Χριστό σταυρώσαν.
Κατερίνα Μακρή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου