Καθόμουνα στη βεράντα του παραλιακού μου σπιτιού κι άκουγα τη θάλασσα να
κυματίζει κι ένα μέρος μου ήθελε να φύγει μαζί της, στο άγνωστο, αλλά έπρεπε να
γράψω το καινούργιο μου βιβλίο, αλλά δεν είχα έμπνευση. Όπως καθόμουνα και
υποτίθεται σκεφτόμουνα τι να γράψω, ενώ στην πραγματικότητα ήμουνα αφηρημένος
σε χίλια πράγματα, ήρθε ένα μικρό παδί στην παραλία και μου φώναξε:
-«Κύριε, κύριε! Ελάτε να δείτε κάτι ανεπανάληπτο! Δεν θα το
μετανιώσετε!».
Σηκώθηκα κι έτρεξα μαζί του σα να ήμουν κι εγώ μικρό παιδί. Φτάσαμε σε
μια ερημική σπηλιά, που ήταν κοντά στην παραλία, και το παιδί μου λέει:
-«Ιδού!»
Οφείλω να ομολογήσω πως δεν το περίμενα ν’ αντικρίσω τέτοιο θέαμα.
Αρχικά σκέφτηκα πως θα είναι ένα ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα ή κάτι ψεύτικο,
αλλά το άγγιξα και το μύρισα και ήταν αλήθεια: Ένα τριαντάφυλλο είχε φυτρώσει
πάνω σ’ ένα βράχο!
-«Πιτσιρίκο ξεπέρασες τον εαυτό σου! Θα σου δώσω κάτι παραπάνω, αλλά θα
μου υποσχεθείς ότι αυτό θα μείνει μεταξύ μας» κι έπειτα του έδωσα ένα κίτρινο χαρτονόμισμα,
καθώς του είχα τάξει κάνα χαρτζηλίκι αν δει κάτι αξιοπερίεργο, που μπορεί να
μου δώσει έμπνευση.
-«Ουάο! Πρώτη φορά πιάνω πενηντάευρω στα χέρια μου! Ό,τι πεις
αφεντικό!» είπε ο μπόμπιρας και την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε.
Τώρα είχα μείνει μόνος μου με το ρόδο, αλλά είχα φύγει τόσο βιαστικά
που δεν είχα πάρει μια φωτογραφική μηχανή για ν’ αποθανατίσω αυτό το όμορφο
λουλούδι. Το καλό ήταν πως πάντα έχω μια πένα πρόχειρη και μια σελίδα χαρτί.
Ήμουν σίγουρος ότι το τριαντάφυλλο αυτό θα έπαιρνε τη θέση της μούσας στο
μυθιστόρημά μου, οπότε ξάπλωσα πάνω στην άμμο κι άρχισα να γράφω στην πρώτη σελίδα:
Ζούσε κάποτε ένα αμάραντο λουλούδι, που αψηφούσε τα
πάντα. Δεν υπολόγιζε καιρικές συνθήκες ή γόνιμα εδάφη. Απλώς φύτρωνε κι άνθιζε.
-«Τι μπαρούφες γράφεις!».
Είχα την εντύπωση πως ήμουνα μόνος μου, αλλά
ποιανού ήταν η φωνή που με διέκοψε και πως ήξερε τι έγραφα;
-«Ποιος μίλησε;».
-«Κοίτα πάνω στο βράχο να σου λυθεί η απορία!»
-«Μα…μα τα λουλούδια δε μιλάνε!».
-«Εγώ μιλάω και ξέρω και αγγλικά παρακαλώ!».
-«Είσαι πολύ σπάνιο άνθος!»
-«Αν συνυπολογίσεις την πιθανότητα να έχω φυτρώσει
πάνω στο βράχο με την πιθανότητα να μιλάω, είμαι πιο σπάνιο κι από εξάρι του
λόττο!».
-«Γνωρίζεις και μαθηματικά!».
-«Οι περισσότεροι όταν τους το λέω αυτό, μου
λένε-Πες τα νούμερα του λόττο-Μα καλά, που ακούστηκε δέκτης
στοιχημάτων-τριαντάφυλλο; Την θέση αυτήν, την κατέχουν τα χταπόδια! Θα
επιστρέψω όμως σε αυτά που έγραφες. Κάνεις μεγάλο λάθος να νομίζεις ότι είμαι
αθάνατο. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή διψάω πολύ, καθώς με το θαλασσινό νερό δεν
μπορώ να ξεδιψάσω. Δεν είμαι και ψάρι».
-«Θες να σου φέρω ένα ποτηστήρι νερό;».
-«Μα και βέβαια όχι! Ξεδιψώ μόνο με γάλα!».
-«Άλλο και τούτο! Το κακό είναι ό,τι το ήπιε όλο ο
γιος μου το τελευταίο μπουκάλι. Είναι ακόμα στην ανάπτυξη και σύμφωνα με το ρολόι
μου, έχουν κλείσει όλες οι υπεραγορές αυτήν την ώρα».
-«Δεν υπάρχει πρόβλημα, θ’ αρμέξεις μια κατσίκα!».
-«Όλα εύκολα τα έχεις λουλουδάκι μου! Που θα την
βρω την κατσίκα μέσα σ’ αυτήν την σπηλιά;».
-«Απλώς σκέψου μία κι εκείνη θα έρθει!».
-«Άντε να δούμε! Την έκανα την σκέψη!».
Αμέσως μετά μπήκε μια κατσίκα στη σπηλιά, μιλώντας:
-«Ηρθα για να ταΐσω το μαγεμένο ρόδο!».
Παραμέρισα την έκπληξή μου και διατύπωσα μια
απορία:
-«Εσύ όμως μιλιά έχεις και στόμα δεν έχεις! Πως θα
στο δώσω το γάλα;».
-«Είναι πολύ απλό: Αρμέγοντας την κατσίκα, θα
βάλεις το γάλα σε εκείνο το μαύρο κουτί, που κρατάς μαζί σου!».
-«Στο μαύρο κουτί έχω την πένα και τις λευκές
κόλλες χαρτί για να γράφω!».
-«Έλα άσε τους εγωισμούς και κοίτα να μου δώσεις το
γάλα, που χρειάζομαι! Σου υπόσχομαι στα κόκκινα σέπαλά μου, πως αν μου δώσεις
το φρεσκοαρμεγμένο γάλα, θα γίνω μια πανέμορφη πριγκίπισσα!».
Βάζω τα δυνατά μου και με προσοχή αρμέγω την
κατσίκα με τέτοιο τρόπο, ώστε να χύνεται το γάλα μέσα στο κουτί μου. Μόλις
τελείωσα, παίρνω το κουτί και λούζω προσεκτικά το λαλίστατο λουλούδι.
-«Αχ, το χρειαζόμουνα αυτό!»
-«Λοιπόν;».
-«Λοιπόν τι; Α, ναι σε ευχαριστώ πολύ! Ξέχασα πως
λειτουργείτε εσείς οι άνθρωποι!».
-«Δεν εννοούσα αυτό, αλλά τώρα αρχίζω να
καταλαβαίνω πως λειτουργείτε τα όμορφα μαγεμένα λουλούδια! Δε θα γίνεις όμορφη
πριγκίπισσα;».
-«Μα καλά πόσο χρονών είσαι; Δεν είμαστε σε
παραμύθι! Νομίζω ούτε ο γιος σου δεν θα το έχαβε αυτό! Έτσι κι αλλιώς εσύ είσαι παντρεμένος! Τι τις
θέλεις τις πριγκίπισσες;».
-«Μάλλον έχεις την χειρότερη γνώμη για εμάς τους
ανθρώπους! Θα μου έδινε έμπνευση!».
-«Απλώς ήθελα να σου δώσω παραπάνω κίνητρο! Κι εσύ
δε διαφέρεις από μένα: Κινητοποιείσαι για να εμπνευστείς κι όχι επειδή
νοιάζεσαι πραγματικά για μένα!».
Πέρασε λίγη ώρα και επικρατούσε ησυχία λες κι
ήμασταν ζευγάρι που είχε μαλώσει. Ήθελα κάτι να πω για να επαναρθώσω, αλλά
ξαφνικά έπιασε δυνατός αέρας κι είδα το λουλούδι να χαροπαλεύει, οπότε το
έπιασα γλυκά με τα χέρια μου να το προστατεύσω, αλλά με τρύπησαν τ’ αγκάθια
του, οπότε μου είπε:
-«Άσε με να χορέψω! Μη φοβάσαι, δεν είμαι από
κρύσταλλο! Εσείς, οι άνθρωποι έχετε πόδια και ξεμουδιάζετε, ενώ είμαστε
ακούνητα σαν αγάλματα. Έχει και διπλή σημασία αυτό το μελτέμι, γιατί τώρα που
τελειώνει το καλοκαίρι θα φύγει ο αγαπητικός μου».
-«Δε βλέπω άλλο λουλούδι εδώ κοντά!».
-«Ελπίζω να μην είσαι στενόμυαλος και να δέχεσαι
τους μικτούς γάμους, καθώς το αμόρε μου είναι χελιδόνι. Το μόνο κακό είναι πως
βλεπόμαστε μόνο τις θερμές εποχές του έτους. Είναι δύσκολο με τις σχέσεις εξ’
αποστάσεως».
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα στη σπηλιά ένα
χελιδόνι, λέγοντας:
-«Γεια σου αγάπη μου! Νομίζω πως δεν θα ήταν
κατάλληλο να σου φέρω ένα τριαντάφυλλο και για αυτό σου έφερα λίγο λίπασμα!».
-«Να σας αφήσω μόνους σας!» και σαν ξεστόμισα αυτά
τα λόγια, ακούω το γιο μου να με σκουντά δυνατά και να προσθέτει:
-«Ξύπνα μπαμπά! Η μαμά κι εγώ σε περιμένουμε να
δούμε μια ταινία μαζί!».
Ώστε ήταν μόνο ένα όνειρο! Δεν πειράζει μου έδωσε
άπλετη τροφή για γράψιμο!
-«Πως την λένε την ταινία, μικρέ;».
-«Το ρόδο που δεν φύτρωνε στο χώμα, αλλά στο
βράχο!».
Τελικώς, δεν θα ήμουν πρωτότυπος, αλλά θα ήμουν με
την οικογένειά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου