Εψές το
βράδυ, που ο νοτιάς κατάπινε τη λήθη
και μ΄
ευωδιές κι αρώματα το σώμα πλημμυρούσε,
του κήπου
σου δρασκέλισα κρυφά το ξερολίθι,
πως είν’
αργά για έρωτες ο αγέρας μου μηνούσε.
Πίσω από
ριχοσπέρματα και τριανταφυλλάκια,
εκεί που το
αγιόκλημα με τύμπανα βομβούσε,
σύρθηκα στην
ξινοροδιά, στον κόρφο, στα λαιμάκια,
κλαδί-κλαδί,
σκαλί-σκαλί, κι εκείνη αναρριγούσε.
Δαγκώνοντας,
ξεγδέρνοντας, ολοξετρελλαμένος,
στη μάχη
μέσα ρίχτηκα, θάρρεψα θα νικούσα,
άφριζα,
κομποβύζαινα, αλύτρωτα δοσμένος
στη ζωοδότρα
τη ροδιά, την ερωτοτροπούσα.
της νειότης
μου τρεμόσβηνε το αδύναμο καντήλι,
στα ρόδια
σου τα σάρκινα το στόμα σπαρταρούσε
κι άλικα,
κατακόκκινα, μου βάφτηκαν τα χείλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου