Μια ιστορία θα σας πω για μια παλιά κατάρα,
για μια κοπέλα σκοτεινή που την φωνάζαν Σάρα,
το σκότος πλέκει τα μαλλιά και τα βαθιά της μάτια,
τ’ ανέμου σκόνη γίνεσαι αν σου κρατά γινάτια.
Μια κρύα, βροχερή βραδιά εισβάλαν οι κουρσάροι
και παίξανε την μάνα της με πειραγμένο ζάρι,
λεηλατήσαν το κορμί της όμορφης μητέρας,
σπόρο στυφό της έσπειραν σαν άγριος αγέρας.
Νόθα γεννήθηκε, λοιπόν, της καταχνιάς η κόρη,
αναστενάξαν τα βουνά για της γενιάς το ζόρι,
κλάμα δεν έριξε ποτέ σα βγήκε απ’ τα σπλάχνα,
δάκρυα δεν ακουστήκανε, μήτε μιλιά και άχνα.
Τ’ άλλα παιδιά δεν έπαιζε σαν ήτανε κορίτσι,
αρσενικό δεν τόλμαγε ποτέ να την αγγίξει.
Ήταν θηρίο ή Θεός; Κανένας δεν το ξέρει,
σίγουρο ήταν μοναχά πως σαν παιδί διαφέρει.
Μεγάλωσε και γίνηκε ωραία σα γοργόνα,
σκληρή και βάναυση, ψυχρή σαν πέτρινη Αμαζόνα,
αν την ερωτευτείς σφοδρά, στο χάος της αβύσσου
βυθίζεσαι σα ναυαγός και χάνεις την ψυχή σου.
Την ερωτεύτηκα κι εγώ κι απώλεσα για πάντα
συνείδηση και λογική σαν πλοίο χωρίς εξάντα,
στα μαύρα μάτια χάθηκα, στου Έρεβους τα βάθη,
εκεί που χάνουν οι θνητοί τ’ αμαρτωλά τους πάθη.
Συνέχισε ατέρμονα τους άντρες να τρελαίνει,
τους κλέβει την καρδιά γοργά, μες στο μυαλό τους μπαίνει,
την τελευταία φορά μες στον παράδεισο εθεάθη,
τον Άγιο Πέτρο σάλεψε, μετέπειτα εχάθη.
Μοσχόπουλος Γεράσιμος
25/11/13 12:49μμ.
Αθήνα
Πολύ ωραίο! Μπράβο Γεράσιμε!!
ΑπάντησηΔιαγραφή