Στα Ελληνόπουλα ,
που άνοιξαν πανιά για καινούριες ΄΄Κολχίδες΄.΄
Μ’ ένα κλαδί βελανιδιάς στ’ αυτί κι’ ένα γεράκι στη πλώρη,
οι Αργοναύτες ξεκίνησαν, σαν άγγιγμα του Φθινόπωρου,
στου Μαγιού τον καλαμιώνα.
Αλλά ο ήχος της φλογέρας τους, ακούγεται μακριά στην πατρίδα.
Μήπως και τους ξαναφέρει πίσω το κύμα,
όπως φέρνει τα όνειρα των πελαργών ο αγέρας.
Κι’ένα φλάμπουρο στο λιακωτό, δεν αξίζει πιο πολύ
από ένα σμήνος πουλιών που γελάνε.
Μονάχα να σπείρει τρίλιες ο κορυδαλός
με το σήμαντρο της καμπάνας,
να ξεκρεμάσουν τα φλάουτα οι ασβοί,
τις φωνές τους τα κρυμμένα παγώνια.
Γιατί δεν είναι μια τρυγόνα ένα κουδούνι,
δεν είναι βοτάνι της λησμονιάς, ούτε κροτάλισμα δράκου,
ούτε φόρεμα βατράχου και κομπολόι νεράιδας.
Είναι στοιχειό του φθινοπώρου, που στήνει παγίδα στους λύκους.
Είναι τραπέζι σαλιγκαριού, μαχαίρι καντηλανάφτη.
Είναι του Κανάρη φωτιά, που ανάβει αυγερινού καντηλέρι,
κι’ύστερα βόσκει στα ψηλά, στα μαύρα κυπαρίσσια,
όπου έχει ο βράχος το τσαρδί κι’ο αρματολός κελάρι.
Λένε πώς τρέχουν τ’ άλογα στα χορταριασμένα λιβάδια,
κι’ύστερα πάνε στους ανεμόμυλους να κοιμηθούν,
να νανουρίσουν τις φτερωτές τους.
Κι’ ας βράζει το πέλαγος της ζωής,
κι’ ας κατεβάζει το ποτάμι μαράζια.
Τα ΄΄πάντα ρεί΄΄ είπε ο Ηράκλειτος,
κι’ είδε ένα ρυάκι να βάφεται κόκκινο και να κλαίει,
κι έκλαιγε κι αυτός πάνω στο δροσερό νερό,
όπως ο κύκνος κλαίει στην ερημιά,
όπως ο ποντικός στην παγωμένη πεδιάδα.