Στο πλοίο σαν
ταξίδευα μες στο παλιό αμπάρι,
δοκίμασα την
τύχη μου στο πονηρό μπαρμπούτι,
για να
κερδίσω τον παρά, των ναυτικών τα πλούτη,
μα έπαιζε ο
πλοίαρχος με πειραγμένο ζάρι.
Σαν ήπια
πρώτης διαλογής κρασί σαν κεχριμπάρι,
τα ρίσκαρα
σαν τον πασά και φόρεσα το φέσι,
τα κέρδισε ο
καπετάν σαν τ’ αρχηγού πεσκέσι
κι εγώ
τριφύλλια σα φιλώ, το χρήμα δε ρεφάρει.
Κι ο
τιμονιέρης πόνταρε σε μια στιγμή τα πάντα,
δυο άσσους
φέρνει μοναχά σαν του φιδιού τα μάτια,
λες κι η Θεά
της μοίρας του του κράτησε γινάτια,
μα ποιος
κοιτούσε άραγε τη ρότα στον εξάντα;
Καράβι
ακυβέρνητο στουκάρει σε μια ξέρα,
στον πάτο
φτάσαμε με μιας, δεν πήραμε χαμπάρι,
θαρρούσαμε
πως παίζαμε ακόμη στο αμπάρι,
στον άλλο
κόσμο φτάσαμε σε μια ριπή αγέρα.
Απτόητοι
εμμείναμε, μας θόλωσαν οι κύβοι,
αντί για δόξα
και λεφτά μας ‘βάζαν στο καζάνι,
ο πλοίαρχος
τη γλίτωσε σαν τυχερό αλάνι,
γιατί η ζωή
σαν μια τυφλή το έγκλημα ανταμείβει.
Μοσχόπουλος
Γεράσιμος
04/07/13
11:00 πμ.
Αθήνα.
Από την ποιητική
συλλογή «Οι γυναίκες σαν ιδέες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου