Θα πρέπει να ήταν χειμώνας.
Θυμάμαι αμυδρά
κάποιες νιφάδες στα αχτένιστα μαλλιά της νύχτας
και κείνη τη μάλλινη κουβέρτα που με σκέπαζε στην αγκαλιά της μάνας.
Θα πρέπει λοιπόν να ήταν χειμώνας
που έφευγε ο θείος Γιώργος για την Αυστραλία.
Όλοι οι συγγενείς σαν θεατές σε ένα θέατρο.
Περίσσευε το δάκρυ, η στεναχώρια, οι έννοιες, όλα τα μάζεψε,
να έτσι απλώνοντας τη χούφτα του χάμω στη γη που πατούσε,
τα έκλεισε σε ένα γυάλινο μπουκάλι λαδιού
και τα ΄βαλε στη τσέπη του σακακιού του.
Ύστερα, γιατί υπήρχε κι ύστερα,
είπε με βουρκωμένα τα μάτια:
«Αν είναι να πεθάνω στη ξενιτειά,
ας μη θαφτώ στο πέρας. Εδώ εδώ στη μαύρη γη, εδώ που πάντοτε γεννιέμαι.»
Κανείς όμως δεν μίλησε, κανείς παρά Εκείνος.
Εγώ, πάντα διπλωμένος από κρύο
έβλεπα στο βάθος ένα ανοικτό παράθυρο και μια γυναίκα με κλειστά άτια.
Είχα την αίσθηση ότι κρατούσε το γυάλινο βάζο,
κι ανοίγοντας το στόμιο μύρισε το σπίτι ένα άρωμα της λήθης.
Μας τύλιξε όλους κι ύστερα διαλύθηκε η νύχτα…….
Για την Ιστορία, πεθάνανε όλοι στη ξενιτειά και κει ταφήκανε ……
Σε μας έμεινε η μαύρη γη να την πατούμε πάλι…
Δημήτριος Γκόγκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου