Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Τυφλόμυγα

Είναι βασισμένο σε μια θεατρική παράσταση, η οποία λεγότανε: «Τυφλομυία» και είχε ανέβει στο δημοτικό θέατρο Καλλιθέας. Η υπόθεση περιληπτικά ήταν πως μια πλούσια χήρα επρόκειτο να νυμφευθεί, αλλά οι φίλες της της δείχνουν πως ο μνηστήρας δεν είναι αυτός, που παρουσιάζεται, οπότε του σκαρώνουν μια φάρσα. Κάποια ονόματα έχουν αλλαχτεί, ώστε να είναι σωστό μετρικά το ποίημα, αλλά κι εξαιτίας της κακής μνήμης του στιχουργού σε σχέση πάντα με τα ονόματα!

Της πρότεινε ο δήθεν δικηγόρος,
ακούστηκε γι’ αυτόν μεγάλος ντόρος,
πως είναι πονηρός και προικοθήρας,
ζητά το χέρι της ωραίας χήρας.


Οι φίλες της, Μυρτώ και Ασπασία,
μιλούν για τη δική του ιστορία,
πως παριστάνει τον χρηματοφόρο,
ενώ τον ξέρουν για λιμοκοντόρο.

Χτυπά σα τρελαμένο το κουδούνι,
κι ενώ με στυλ φουρνίζει το γουρούνι,
η υπηρέτρια, η Μαριγούλα,
τον βλέπει και την πιάνει αναγούλα,
σαν ήταν πρώην αγαπητικός της,
της είχε φάει όλο το βιός της.

Πριν βάλει στην οικία τον μνηστήρα,
εξιστορεί η Μαριγώ στη χήρα
κι αποφασίζουνε οι τέσσερίς τους,
να κάνουνε τ’ αστείο της ζωής τους.

Σα μπαίνει μέσα ο γαμπρός νυφίτσα,
του παίζει θέατρο η Ασπασίτσα,
πως τάχα έχει μια περιουσία,
τσιμπά το δόλωμα σαν τον ξιφία.

Σαν όλη του την γοητεία βάζει,
παπά και βέρα έντεχνα της τάζει,
η Άσπα, όμως, χρέη φανερώνει,
το κάνει ψέματα, τα πλούτη κρύβει,
εκείνος γιαλαντζί γαμπρός δηλώνει,
διά του αρραβώνος της το στρίβει.

Και η Μυρτώ τα ίδια του φλομώνει,
φυσάει ο γαμπρός, μα δεν κρυώνει,
παράλληλα τον έπιασε στα πράσα,
γι’ αυτό η χήρα του σκαρώνει φάρσα,
μηνύει την τυφλόμυγα να παίξει
και κάθε μία γύρω του θα τρέξει,
και όποια κάργα μες στα χέρια πιάσει,
κρεμάλα σε ξωκλήσι θα της τάξει.

Ο κατεργάρης πρόθυμος τις δείχνει,
ποντάρει στη συντρόφισσά του τύχη,
επιθυμεί ν’ αρμέξει μια κυρία,
να μη χρωστάει πια στην εφορία.

Ακούει δίπλα του την Ασπασία,
του ξεγλιστρά γοργά με μαεστρία.
Και η Μυρτώ σαν αίλουρος κουνιέται,
δεν την κρατά, την τύχη καταριέται.
Του οίκου η κυρία ψιθυρίζει,
μα είναι σίγουρος πως την αγγίζει,
την έχει πια σφιχτά στην αγκαλιά του
και τα προικιά της έγιναν δικά του.

Καθώς, όμως, του λύνουν το τσεμπέρι,
του κάνουν το τσαχπίνικο χουνέρι,
της Μαριγώς τα χέρια τον κρατούνε,
δε θέλουν να τον αποχωριστούνε,
σοφά και γρήγορα τ’ αποφασίζει,
παράδοξα σωστά το καλαντρίζει,
λακωνικά την κλείνει την αυλαία,
με λόγια σα σπαθιά, πολύ μοιραία:
-«Αφού μου έλαχε η Μαριγούλα,
μαζί θα πορευτούμε στη ζωούλα!».

Μοσχόπουλος Γεράσιμος 06/01/12.





2 σχόλια: