1
«24 Δεκεμβρίου 2003. Πρέπει να
πω χρόνια πολλά σε κάποιον Ευγένιο ή Ευγενία (Ο Καπετάν Μπάτσος γνώριζε όλες
τις γιορτές και πάντα έλεγε χρόνια πολλά σε κάποιον γνωστό ή φίλο του. Αν δεν
είχε κάποιο γνωστό, τότε έπαιρνε στην τύχη ένα άτομο από τον τηλεφωνικό
κατάλογο).Άλλο ένα ταξίδι έχει φτάσει στο τέλος του. Έχω τρεις μέρες καιρό
μέχρι να ξεμπαρκάρουμε. Αύριο το πρωί θα επισκεφθώ την τοπική αστυνομία για να
δω αν έχουν κάποια υπόθεση που μπορώ να βοηθήσω. Προς το παρόν καληνύχτα μου».
Το
ημερολόγιο του Καπετάν Μπάτσου έλαβε τέλος και γι’ αυτή τη μέρα. Ο Καπετάν
Μπάτσος προέρχεται από μια μακριά γενεά καπετάνιων. Η σειρά αρχίζει από τον
προπάππου, του προπάππου, του προπάππου, του προπάππου, του προπάππου, του
προπάππου, του Καπετάν Μπάτσου. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο πρώτος προπάππους ήταν και ο πρώτος
καπετάνιος του πρώτου πλοίου, που κατασκευάστηκε στην ιστορία. Όλοι τους ήταν
καπετάνιοι. Πραγματικοί θαλασσόλυκοι. Είχαν πάρει αποφάσεις σε φουρτούνες και
δύσκολες στιγμές.
Όμως,
ο Καπετάν Μπάτσος είχε μια πρωτοτυπία. Εκτός από καπετάνιος, στον ελεύθερο
χρόνο του ήταν και μπάτσος. Σε κάθε λιμάνι, που πήγαινε βοηθούσε την αστυνομία
να λύσει πολύπλοκα μυστήρια. Το ψευδώνυμό του, Καπετάν Μπάτσος, του το είχαν
δώσει οι αστυνομικοί ως ένδειξη της προσφοράς του. Είχε αποκτήσει διεθνής φήμη
και είχε ξεπεράσει ακόμη και τη συγγραφέα ντεντέκτιβ. Το κανονικό του όνομα το
είχαν ξεχάσει όλοι κι έτσι τον φωνάζανε Καπετάν Μπάτσο.
2
Πρώτη μέρα
Πρωί 25ης Δεκεμβρίου 2003. Ήταν
Χριστούγεννα και ο Καπετάν Μπάτσος κατευθυνότανε προς το αστυνομικό τμήμα του
Πειραιά. Ανησυχούσε, όμως, καθώς σήμερα γιόρταζε ο Χρήστος και η Χρυσάνθη και
δε γνώριζε κανέναν μ’ αυτό το όνομα. Γι’ αυτό το λόγο μπήκε σ’ έναν τηλεφωνικό
θάλαμο. Έβγαλε τον πρόχειρο τηλεφωνικό κατάλογο, που κρατάει πάντα πάνω του γι’
αυτές τις περιστάσεις, και πήρε τηλέφωνο στην τύχη τη Χρυσάνθη Τσουρεκάκη. Το
τηλέφωνο χτυπάει και η Τσουρεκάκη το σηκώνει:
«Εμπρός;»
«Χρόνια σας πολλά κυρία
Χρυσάνθη» λέει ο Καπετάν Μπάτσος γεμάτος ικανοποίηση.
«Ευχαριστώ πολύ. Επίσης. Ποιος
είναι;» απαντάει η Τσουρεκάκη γεμάτη απορία.
«Ο Καπετάν Μπάτσος είμαι».
«Πλάκα μου κάνεις
Χριστουγεννιάτικα; Ο Καπετάν Μπάτσος είναι σοβαρός άνθρωπος. Δεν παίρνει
αγνώστους στο τηλέφωνο» και το κλείνει.
Η αντίδραση της Τσουρεκάκη δεν
είχε σημασία για τον Καπετάν Μπάτσο. Το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν πως είχε πει
τα χρόνια πολλά που ήθελε. Είχε φτάσει έξω από το αστυνομικό τμήμα και ρωτάει
τον αστυνομικό που στέκεται απ’ έξω.
«Μήπως κατά τύχη λέγεστε Χρήστος;»
ελπίζοντας πως θα πει χρόνια πολλά για άλλη μια φορά.
«Όχι, Δημήτρης. Γιατί ρωτάτε;»
«Δεν πειράζει, ξεχάστε το.» και
πήρε ένα ύφος δυσαρέσκειας, αφού δεν άκουσε το όνομα που ήθελε.
Μπαίνει μέσα και παρατηρεί πως
ένας αστυνομικός έχει το βαθμό του επιθεωρητή. Τον πλησιάζει και του μιλάει.
«Μήπως έχετε κάποια άλυτη
υπόθεση και χρειάζεστε βοήθεια;».
Ο επιθεωρητής κοκκινίζει από
θυμό τόσο πολύ που νομίζει κανείς ότι θα σκάσει και απαντάει.
«Είστε στα καλά σας κύριε μου;
Ποιος νομίζετε πως είστε και θα μας βοηθήσετε; Δε χρειαζόμαστε τη βοήθεια των
πολιτών.»
«Είμαι ο Καπετάν Μπάτσος κι
έλεγα μήπως...»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη
φράση του και ο επιθεωρητής ως δια μαγείας ξέχασε τον εκνευρισμό του και
χαμογέλασε λέγοντας:
«Ο Καπετάν Μπάτσος; Τιμή μου!
Δεν το λέγατε νωρίτερα; Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Λέγομαι Ο’ Λύπη»
«Μα τι λέτε επιθεωρητή Ο’ Λύπη,
η τιμή δική μου».
«Όχι επιμένω, δική μου».
«Καλά, αφού επιμένετε δική σας.
Και τώρα στο θέμα μας. Έχετε κάποια δύσκολη υπόθεση;»
Ο επιθεωρητής Ο’ Λύπη απαντάει
όντας αγχωμένος:
«Κάποιοι έχουν απαγάγει τη
γυναίκα του Ιάσωνα Καλικαντζέρος»
«Του ελληνοαμερικάνου εφοπλιστή;»
ρωτάει με απορία ο Καπετάν Μπάτσος.
«Ναι. Μόλις μας πήρε τηλέφωνο
και μας είπε πως βρήκε ένα σημείωμα που αναφέρει ότι απαγάγανε τη γυναίκα του.»
«Τότε πρέπει να πάμε εκεί.»
Ο επιθεωρητής συμφώνησε και
ξεκινήσανε για το σπίτι του Ιάσωνα. Πριν φύγουνε ρωτάει ένα αστυνομικό που
στεκότανε απ’ έξω, δίπλα στο Δημήτρη.
«Μήπως λέγεστε Χρήστος;»
«Όχι, Τάσος. Γιατί ρωτάτε;»
«Δεν πειράζει. Ξεχάστε το» είπε
και τσαντίστηκε καθώς έχασε άλλη μία ευκαιρία να ευχηθεί χρόνια πολλά.
3
Ο
Ιάσωνας Καλικαντζέρος έβλεπε από το παράθυρό της βίλας του τον επιθεωρητή Ο’ Λύπη
και τον Καπετάν Μπάτσο να βγαίνουν από τ’ αυτοκίνητο και να κατευθύνονται προς
την εξώπορτα του σπιτιού του. Όμως το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Σκεπτόταν τη
γυναίκα του τη Μήδεια και τα παιδιά τους, που είχε σκοτώσει η ίδια. Τη γυναίκα
του όμως δεν τη λέγανε Μήδεια, αλλά Αφροξυλάνθη και δεν είχαν κάνει παιδιά. Οι
αναγνώστες θα νομίζουν πως ο Ιάσονας είναι τρελός, αλλά δε συνέβαινε αυτό.
Λάτρευε την ελληνική μυθολογία και πολλές φορές μπέρδευε τις αναμνήσεις ή την
πραγματικότητα, με αυτά που διάβαζε.
Ο
επιθεωρητής Ο’ Λύπη και ο Καπετάν Μπάτσος μπήκαν στο δωμάτιο. Ο επιθεωρητής
μίλησε πρώτος.
«Ήρθαμε όσο πιο γρήγορα
μπορούσαμε. Να σας συστήσω. Ο Καπετάν Μπάτσος και Ο Ιάσωνας Καλικαντζέρος.»
«Καπετάν Μπάτσος;» το πρόσωπο
του Ιάσονα ζωγραφίστηκε με απορία και μετά το διαδέχτηκε ένας αμήχανος
ενθουσιασμός.
«Μα αυτό είναι υπέροχο! Λένε πως
η φήμη που έχετε αποκτήσει είναι ισάξια της συγγραφέας ντεντέκτιβ».
«Δε δίνω σημασία στις φήμες.»
απάντησε απότομα ο Καπετάν Μπάτσος. Η αλήθεια ήταν πως δεν του άρεσε να τον
συγκρίνουν με τη συγγραφέα ντεντέκτιβ.
«Έχετε το σημείωμα;» ρωτάει ο
επιθεωρητής τον Ιάσονα.
«Μα φυσικά. Ορίστε.» και το
δίνει στον επιθεωρητή.
Ο επιθεωρητής με τη σειρά του το
δίνει στον Καπετάν Μπάτσο, καθώς είχε ξεχάσει τα γυαλιά του. Ο Καπετάν Μπάτσος,
επειδή δεν είχε σε ποιον να το δώσει, αποφάσισε να το διαβάσει.
«Έχο τη γηνέκα σου, την
Αφροξηλάνθη. Αν θέλης να την ξαναδής ζοντανή ακολούθησε της παρακάτο οδηγήες:
1)Μην ειδοπηίσης την αστυνομία
2)Βάλε 200.000 ευρό σε μια μαύρη
βαλίτσα.
3)Άφησέ τα στον σκουπιδοτενεκέ,
σήμερα στις 16:00, που βρίσκετε έξο από την είσοδο του μετρό στη πλατία
Συντάγματος.
Τη γηνέκα σου θα την παραλάβης,
αφού πάρο τα χρήματα.»
«Χμμ...» λέει σκεπτικά ο Καπετάν
Μπάτσος, αφού διάβασε το σημείωμα.
«Έχετε κάποια ιδέα;» ρωτάει ο Ο’
Λύπη.
«Το σημείωμα αυτό είναι εντελώς
ανορθόγραφο, που σημαίνει ότι αυτός που το έγραψε δε μπορεί να σκέφτηκε την
απαγωγή και συνεπώς έχει συνεργάτη.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος, νομίζοντας ότι
είχε κάνει ένα εύστοχο σχόλιο.
«Αυτό δε μας βοηθάει και πολύ
προς το παρόν κι επιπλέον το πιο συνηθισμένο στις απαγωγές είναι να υπάρχει
ομάδα απαγωγέων και όχι να κάνει την απαγωγή κάποιος μόνος του.» παρατηρεί ο
επιθεωρητής.
Ο Καπετάν Μπάτσος δίνει το
σημείωμα στον Ο’ Μίσος και προσθέτει:
«Πρέπει να στείλετε το σημείωμα
σε ειδικούς για ανάλυση του γραφικού χαρακτήρα. Ίσως μπορέσουν να μας δώσουν το
ψυχολογικό του προφίλ. Η πρώτη μου εντύπωση είναι πως θα πάσχει από κάποιο
είδος ψυχασθένειας. Ακόμη δε μπορώ να καταλάβω γιατί ζητάει μόνο 200.000 ευρώ
από έναν εφοπλιστή.»
«Πως τα σκεφτήκατε όλα αυτά;
Είναι ξεκάθαρο πως το σημείωμα είναι γραμμένο σε γραφομηχανή.» απαντάει κάπως
απορημένος ο Ο’ Λύπη.
«Αλήθεια; Σε μπερδεύουν οι
γραφομηχανές καμιά φορά.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος προσπαθώντας να δικαιολογήσει
τη γκάφα του.
«Σε ό,τι αφορά τα λεφτά, λυπάμαι
που το λέω, αλλά δεν τα έχω.» επισημάνει ο Καλικαντζέρος.
«Μα πως είναι δυνατόν; Αφού
είστε εφοπλιστής.» ρωτάει γεμάτος απορία ο Καπετάν Μπάτσος.
«Πρώην εφοπλιστής.» απαντάει
ξερά ο Ιάσωνας.
«Τι εννοείτε;» ξαναρωτάει ο Καπετάν
Μπάτσος.
«Είχα αρρωστήσει βαριά για δύο
μήνες και δεν επέβλεπα το στόλο μου. Οι καπετάνιοι μου δεν είχαν τι να κάνουν.
Βλέπετε είναι άνθρωποι της θάλασσας κι όχι της στεριάς. Έτσι αποφάσισαν να
παίξουν ναυμαχία και να βυθίσουν όλα τα πλοία μου.»
«Τραγικό!» αποκρίνεται ο Ο’ Λύπη.
Ο Καλικαντζέρος συνεχίζει με
οίστρο:
«Μόλις διάβασα το σημείωμα για
τα 200.000 ευρώ, απελπίστηκα. Αρχικά σκέφτηκα να παίξω σε κάποιο ρηάλιτη, όπως
το «Η δόξα του χρυσόμαλλου δέρατος». Μετά, όμως, είπα πως αυτό είναι μάταιο γιατί
ένα ρηάλιτη διαρκεί τουλάχιστον 2,5 μήνες κι ο απαγωγέας θέλει τα λεφτά σήμερα».
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο
Ιάσονας μπέρδεψε το Fame story με το χρυσόμαλλο δέρας. Η λατρεία του
για τη μυθολογία και η συνήθεια του να μπερδεύει αυτά, που έχει στο μυαλό του,
τον οδηγούσαν σε τέτοιου είδους λάθη.
«Μην ανησυχείτε, τα λεφτά θα τα
διαθέσει η αστυνομία, ώστε να παγιδέψουμε αυτό το κάθαρμα.» είπε καθησυχαστικά
ο Ο’ Λύπη.
«Ευχαριστώ.» απαντάει ο Ιάσονας.
«Έχουμε χάσει ήδη αρκετό χρόνο.
Πρέπει να πάμε στην πλατεία Συντάγματος για να κάνουμε τις απαραίτητες
προετοιμασίες.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος κοιτώντας το ρολόι του, που έδειχνε πως
η ώρα ήταν κιόλας 13:00.
Ο επιθεωρητής συμφώνησε μαζί του
κι άφησαν τον Καλικαντζέρος βυθισμένο σε μαύρες σκέψεις που αφορούσαν τη γυναίκα
του και την Αργοναυτική εκστρατεία. Για άλλη μια φορά ο θαυμαστής της ελληνικής
μυθολογίας είχε μπερδέψει τα πραγματικά με τα φανταστικά συμβάντα.
4
Η ώρα ήταν 15:40. Στην πλατεία
Συντάγματος ο επιθεωρητής Ο’ Λύπη και ο Καπετάν Μπάτσος επικοινωνούσανε μέσω
ασύρματου κι ελέγχανε την ετοιμότητα των μεταμφιεσμένων αστυνομικών.
«Αστυνομικέ 7 είναι όλα εντάξει;»
ρωτάει ο Ο’ Λύπη.
«Όλα εντάξει. Όβερ.» απαντάει ο
αστυνομικός 7.
«Αστυνομικέ 18 όλα εντάξει;»
ρωτάει συνεχίζοντας τον έλεγχο ο Ο’ Λύπη.
«Όλα εντάξει. Όβερ» απαντάει ο
αστυνομικός 18.
«Αστυνομικέ 21 όλα εντάξει;»
ρωτάει ο Καπετάν Μπάτσος. Σιγή. Δε λαμβάνει απάντηση, οπότε ξαναρωτάει:
«Αστυνομικέ 21 όλα εντάξει;»,
πάλι το ίδιο αποτέλεσμα. Σιγή.
«Αστυνομικέ 21, αν κοιμάσαι εν
ώρα υπηρεσίας, θα τιμωρηθείς.» λέει με αυστηρό ύφος ο Καπετάν Μπάτσος.
Όταν συνειδητοποιεί το νούμερο ο
επιθεωρητής Ο’ Λύπη απαντάει απορημένος στον Καπετάν Μπάτσο:
«Μα καλά σε ποιον αστυνομικό
μιλάς; Μόνο 20 διαθέτουμε.»
«Α, ναι; Τον τελευταίο καιρό
παίζω πολύ εικοσιμία και μπερδεύτηκα.» είπε κάπως αμήχανα ο Καπετάν Μπάτσος
προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη γκάφα του.
***
Η ώρα είχε πάει 15:45. Ένας
περαστικός ρωτάει τον Καπετάν Μπάτσο:
«Έχετε ώρα;»
«15:47» απαντάει. Το ρολόι του
Καπετάν Μπάτσου πήγαινε δύο λεπτά μπροστά. Δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει στον
περαστικό την αγαπημένη του ερώτηση.
«Πως λέγεστε;»
«Γιάννης. Γιατί ρωτάτε;»
«Δεν πειράζει, ξεχάστε το.»,
λέγοντας αυτό πήρε ένα ύφος δυσαρέσκειας καθώς δε μπορούσε να του πει χρόνια
πολλά.
***
Η ώρα έχει πάει 15:50. Ένας
τσαντάκιας ληστεύει μια γριούλα. Ο Ο’ Λύπη δίνει εντολή στους αστυνομικούς να
μην επέμβουν και χαλάσει η επιχείρηση. Μια κοπέλα σταματάει τον τσαντάκια με
κινήσεις καράτε. Η γριούλα την ευγνωμονεί, καθώς μέσα στη τσάντα της είχε τη
σύνταξή της. Η κοπέλα συνεχίζει να τον χτυπάει με μίσος και οργή. Η γιαγιά
φωνάζει:
«Αρκετά, αρκετά! Θα τον
σκοτώσεις! »
Η κοπέλα όμως εξακολουθεί να τον
χτυπάει με δύναμη. Περαστικοί έχουν μαζευτεί. Οι μεταμφιεσμένοι αστυνομικοί
αδυνατούν να παρέμβουν εξαιτίας της εντολής που έχει δώσει ο επιθεωρητής.
Τελικώς άνθρωποι της ασφάλειας του Μετρό σταματούν τη γυναίκα που ξυλοκοπούσε
άγρια τον αιμόφυρτο πλέον τσαντάκια. Οι περαστικοί φεύγουν σιγά σιγά.
***
15:55.
Κάποιος βγαίνει από την τράπεζα τρέχοντας κι ανεβαίνει πάνω σε μία μηχανή
κρατώντας μία τσάντα γεμάτη με λεφτά. Προφανώς είχε ληστέψει την τράπεζα. Οι
μεταμφιεσμένοι αστυνομικοί δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα λόγω της εντολής που
είχαν πάρει από τον Ο’ Λύπη. Βγαίνουν οι αστυνομικοί της τράπεζας φωνάζοντας:
«Σταματήστε τους!» και
πυροβόλησαν στον αέρα, όχι για να σκοτώσουν καμιά μπεκάτσα, αλλά για να
φοβίσουν τους ληστές και για να μην πετύχουν τον κόσμο. Οι μεταμφιεσμένοι
αστυνομικοί συνέχισαν να παρακολουθούν άπραγοι. Οι ληστές χαθήκανε.
***
Η ώρα ήταν 16:00 ακριβώς και
κανείς δεν είχε πλησιάσει το σκουπιδοτενεκέ, όπου είχε τοποθετηθεί η μαύρη
βαλίτσα, παρά μόνο περαστικοί που πετούσαν τα σκουπίδια τους.
16:05.Ένα περιστέρι κάθεται στον
ώμο του Καπετάν Μπάτσου και τον κουτσουλάει. Το γεγονός αυτό του φέρνει στο
μυαλό τη βάπτιση του Χριστού, όπου το άγιο Πνεύμα έχει τη μορφή περιστεριού. Η
αντιστοιχία αυτή είναι ατυχής, αλλά στο μυαλό του Καπετάν Μπάτσου είναι
ευτυχής.
Η ώρα έχει πάει 16:20 κι όλοι
αναρωτιόνται που είναι ο απαγωγέας. Μήπως έχει αμφιβολίες; Τότε όμως ο
αστυνομικός, που είναι μεταμφιεσμένος σε παγωτατζή αναφέρει πάντα μέσω του
ασύρματου:
«Ένας υπεύθυνος καθαριοτητας παίρνει
τα σκουπίδια με τα λεφτά.»
Ο καπετάν Μπάτσος επεμβαίνει
λέγοντας:
«Με την άδειά σας επιθεωρητή Ο’ Λύπη,
θα τον συλλάβω. Είμαι σίγουρος πως είναι ο απαγωγέας!»
Ο Ο’ Μίσος, που εμπιστεύεται το
αλάθητο ένστικτο του Καπετάν Μπάτσου απαντάει:
«Κάντε, όπως νομίζετε. Εμείς θα
παραμείνουμε εδώ σε περίπτωση που κάνετε λάθος.»
Ο Καπετάν Μπάτσος πλησίασε τον
μεταμφιεσμένο, κατά τη γνώμη του, σκουπιδιάρη κι άρχισε να διαβάζει τα
δικαιώματά του, καθώς στα πρώτα βήματά του ως μπάτσος είχε διδαχτεί από αμερικάνους
αστυνομικούς.
«Έχεις το δικαίωμα να μη
μιλήσεις.»
«Σε μένα μιλάτε;» απαντάει ο υπεύθυνος
ξεβρομίσματος που δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε.
«Οτιδήποτε πεις μπορεί και θα
χρησιμοποιηθεί εναντίον σου σε δικαστήριο.»
«Δεν έχω τίποτα να σας πω.»
«Έχεις το δικαίωμα να σε
υπερασπίσει δικηγόρος.»
«Χρειάζονται σκουπιδιάρη οι
δικηγόροι;»
«Αν δε μπορείς να πληρώσεις
έναν, τότε το κράτος θα σου διορίσει κάποιον.»
«Μα έχω ήδη διοριστεί από το
κράτος.»
Η ασυνεννοησία αυτή έγινε γιατί
ο Καπετάν Μπάτσος δεν ανέφερε αρχικά το γεγονός στο σκουπιδιάρη ότι το
συλλάμβανε. Όταν του πέρασε τις χειροπέδες η παρεξήγηση λύθηκε. Τον έβαλε σ’
ένα περιπολικό κι οδηγηθήκανε στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση.
***
Στο αστυνομικό τμήμα μετά από
ανάκριση δύο ωρών ο Καπετάν Μπάτσος δεν είχε καταφέρει να κάνει το σκουπιδιάρη
να ομολογήσει.
«Γιατί δεν ομολογείς; Παραδέξου
ότι έχεις απαγάγει την Αφροξυλάνθη Καλικαντζέρος και ζήτησες 200.000 ευρώ για
λύτρα. Θα μειώσεις την ποινή σου.» λέει ο Καπετάν Μπάτσος με υπερβολική
σιγουριά.
«Μα γιατί να ομολογήσω κάτι που
δεν έκανα; Την κοπέλα που αναφέρατε ούτε που την ξέρω.» απαντά ο σκουπιδιάρης
που είχε απηυδήσει.
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το
κινητό του Καπετάν Μπάτσου.
«Εμπρός;»
«Ο Ο’ Λύπη είμαι. Αφήστε
ελεύθερο τον υπεύθυνο απορριμάτων. Ο απαγωγέας μας ξεγέλασε. Είχε ντυθεί σε
υπάλληλο του Μετρό και άνοιξε υπογείως μια τρύπα κάτω από το σκουπιδοτενεκέ και
πήρε τα λεφτά.»
«Είναι παμπόνηρος. Η επόμενη
κίνηση είναι δική του. Όταν έχετε νέα του επικοινωνήστε μαζί μου.»
«Φυσικά. Καληνύχτα.»
Ο Καπετάν Μπάτσος δίνει εντολή ν’
αφήσουν ελεύθερο το σκουπιδιάρη. Πριν φύγει το ρωτάει:
«Μήπως σε λένε Χρήστο;»
ελπίζοντας να ευχηθεί χρόνια πολλά για άλλη μια φορά.
«Όχι, Πάτροκλο. Γιατί ρωτάτε;»
ρωτάει απορημένος ο σκουπιδιάρης.
«Δεν πειράζει. Ξεχάστε το.»
απαντάει ο Καπετάν Μπάτσος παίρνοντας το χαρακτηριστικό ύφος δυσαρέσκειας.
Είχε πάρει το δρόμο για το
ξενοδοχείο του, που λέγεται «Οι κοιμήσηδες». Το μυαλό του δε μπορούσε να
ηρεμήσει. Τα ερωτήματα που αφορούσαν την απαγωγή της Αφροξυλάνθης Καλικαντζέρος
ήταν πολλά και οι απαντήσεις ανύπαρκτες προς το παρόν. Ήταν έξω από την πόρτα
του ξενοδοχείου του και ρωτάει τον πορτιέρη:
«Μήπως σε λένε Χρήστο;»
«Ναι γιατί ρωτάτε?» απαντάει ο υπάλληλος
του ξενοδοχείου.
«Χρόνια πολλά χρυσέ μου άνθρωπε.
Να τα εκατοστήσεις.» λέγοντας αυτά το πρόσωπό του φωτίστηκε από απερίγραπτη
ευτυχία.
«Ευχαριστώ. Χρόνια πολλά και σε
σας.»
Ανέβηκε στο δωμάτιό του κι έπεσε
για ύπνο.
5
Δεύτερη μέρα
26 Δεκεμβρίου 3:00 μετά τα
μεσάνυχτα. Ησυχία επικρατεί στην έπαυλη του Ιάσονα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Κανείς
δεν το σηκώνει. Ενεργοποιείται ο αυτόματος τηλεφωνητής.
«Έχετε καλέσει την οικία
Καλικαντζέρος. Αν θέλετε ν’ αφήσετε μήνυμα στην Αφροξυλάνθη πατήστε το 1. Αν
θέλετε ν’ αφήσετε μήνυμα στον Ιάσονα πατήστε το 2 (πατήθηκε το πλήκτρο 2). Αν
έχετε απλά κουτσομπολιά πατήστε το πλήκτρο 1. Αν έχετε επαγγελματικές
πληροφορίες πατήστε το 2. Αν είστε φίλος ή φίλη πατήστε το 3. Αν το μήνυμά σας
είναι επείγον πατήστε το 4. Αν...( προφανώς πατήθηκε το πλήκτρο 4 ).»
Επειδή οι αμερικάνοι είναι
πολυάσχολοι έχουν συστηματοποιήσει τον αυτόματο τηλεφωνητή τους, ώστε να μην
χάνουν χρόνο ακούγοντας άσκοπα μηνύματα. Επιπλέον, παρόλο που δύο άτομα
παντρεύονται, τα μηνύματά τους παραμένουν προσωπικά. Πάντα βέβαια σε ό,τι αφορά
τα ελληνοαμερικάνικα ζευγάρια.
Η φωνή, που ακούγεται, είναι του
απαγωγέα και είναι παραμορφωμένη. Επειδή το μήνυμα είναι προφορικό, είναι αδύνατον να κάνει ορθογραφικά λάθη. Το
μήνυμα είναι το εξής:
«Αν θέλεις να ξαναδείς ζωντανή
τη γυναίκα σου βάλε 200.000 ευρώ σε μια μαύρη βαλίτσα και τοποθέτησέ τη στο
δωμάτιο 313 του ξενοδοχείου «Σκυλίσιος ύπνος». Δεν πρέπει να είναι κανείς μέσα
στο δωμάτιο παρά μόνο η βαλίτσα. Για να πειστείς ότι η γυναίκα σου είναι ακόμα
ζωντανή άκουσέ την (χωρίς παραμόρφωση):
«Αγάπη μου είμαι καλά. Κάνε ό,τι
σου πουν σε παρακαλώ. Ευελπιστώ ότι σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί. Μη
ξεχάσεις να ταίσεις το σκύλο μας, το Τζακ.»
Συνεχίζει ο απαγωγέας με
παραμορφωμένη φωνή:
Τα λεφτά τα περιμένω στις 16:00.
Μη διανοηθείς και δεν τα φέρεις. Ξέρεις τι θα συμβεί...»
***
7:00 το πρωί. Ο επιθεωρητής Ο’
Μίσος παίρνει τηλέφωνο τον Καπετάν Μπάτσο. Το τηλέφωνο χτυπάει 5 φορές, καθώς ο
Καπετάν Μπάτσος ξυριζόταν.
«Εμπρός;»
«Ο Ο’ Λύπη είμαι. Σας ξύπνησα;»
«Όχι βέβαια. Έχω ξυπνήσει εδώ
και ώρα».
Θέλει να δείξει σε αυτό το
σημείο ο συγγραφέας ότι οι καπετάνιοι ξυπνούν νωρίτερα από τους αστυνομικούς
και ιδιαίτερα ο Καπετάν Μπάτσος που έχει και τις δύο ιδιότητες.
Ο Ο’ Λύπη συνεχίζει:
«Έχουμε καινούργιες πληροφορίες
που αφορούν την απαγωγή. Ελάτε σε μία ώρα στο σπίτι του Καλικαντζέρος. Μπορείτε;»
«Φυσικά.»
«Ωραία, θα τα πούμε εκεί.» είπε
ο Ο’ Λύπη κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο καπετάν Μπάτσος ήταν έτοιμος
να φύγει για την έπαυλη του Ιάσονα Καλικαντζέρος. Πριν το κάνει αυτό όμως, για
να είναι σίγουρος πως θα πει χρόνια πολλά σε κάποιον που γιορτάζει, παίρνει
τηλέφωνο στην τύχη το Μανόλη Κουφετάκη, αφού έχει συμβουλευτεί τον τηλεφωνικό
κατάλογο που έχει ειδικά γι’ αυτές τις περιπτώσεις.
«Εμπρός;»
«Ο κύριος Μανόλης Κουφετάκης;»
«Ναι ο ίδιος. Ποιος είναι;»
«Χρόνια σας πολλά. Να τα
εκατοστίσετε.»
«Ευχαριστώ. Επίσης. Αλλά ποιος
είναι;»
«Δε με γνωρίζετε. Μπορείτε να
πείτε πως είναι κάποιος που νοιάζεται για τις γιορτές των άλλων ανθρώπων. Δεν
είναι συγκινητικό; Να νοιάζεται κάποιος για σας στη σύγχρονη εποχή των
απρόσωπων και αφιλόξενων μεγαλουπόλεων.»
«Είστε στα καλά σου άνθρωπέ μου;»
ρωτάει απορημένος κι εκνευρισμένος ο Μανόλης Κουφετάκης.
Ο Καπετάν Μπάτσος το έκλεισε,
καθώς δεν είχε άλλο χρόνο να χάσει. Του αρκούσε που ευχήθηκε χρόνια πολλά.
Ξεκίνησε για τη βίλα του Καλικαντζέρος.
Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ο
Μανόλης Κουφετάκης, τον ρωτάει η γυναίκα του, καθώς ζήλευε και υποπτευότανε
άλλες ιστορίες:
«Ποιος ήταν;»
«Ιδέα δεν έχω. Κάποιος που
νοιαζότανε για μένα, χωρίς να με γνωρίζει και μου ευχήθηκε χρόνια πολλά. Ένας
θεός ξέρει τι ανώμαλοι κυκλοφορούνε σ’ αυτόν τον κόσμο.» απαντάει ο Κουφετάκης
έχοντας απηυδήσει.
Η γυναίκα του προσθέτει:
«Αυτός, ο συνάδελφός σου από το
γραφείο θα ‘ναι. Ο Γιώργος, ο πλακατζής.»
***
Ο Ιάσωνας καθόταν στο σαλόνι του
σπιτιού του και περίμενε τον επιθεωρητή Ο’ Λύπη και τον Καπετάν Μπάτσο. Θυμόταν
πως ο Ηρακλής του διηγούταν το πως έσφαξε κι έκαψε τη Λερναία Ύδρα. Μα πως ήταν
αυτό δυνατό θ’ αναρωτηθούν οι αναγνώστες. Αφού ο Ηρακλής είναι μυθολογικό
πρόσωπο. Κι αν δεχτούμε ότι υπήρξε, έζησε χιλιάδες χρόνια πριν. Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα ο Ιάσονας είχε μπερδέψει τους άθλους του Ηρακλή με αυτά που του
έλεγε χθες ο λογιστής του για την οικονομική του κατάσταση, τα οποία θ’
αποκαλυφθούν σε άλλο κεφάλαιο.
Ο Ο’ Λύπη και ο Καπετάν Μπάτσος
είχαν φτάσει στο πολυτελέστατο σπίτι του Καλικαντζέρος. Μπήκαν στο σαλόνι και
μίλησε πρώτος ο Καπετάν Μπάτσος.
«Θα μπω κατευθείαν στο θέμα για
να μη χρονοτριβούμε. Αυτή τη φορά θέλω να έχουμε αρκετό χρόνο για να το
συλλάβουμε αυτό το σιχαμερό σκουλήκι.»
«Συμφωνώ απολύτως μαζί σας. Ας
ακούσουμε το μήνυμα.» είπε ο Ο’ Λύπη.
Ο Ιάσωνας πάτησε το κουμπί για
να ακούσουν το μήνυμα. Αφού το άκουσαν κράτησε σιγή μισού περίπου λεπτού, την
οποία έσπασε ο Ο’ Λύπη.
«Δυστυχώς η φωνή είναι
παραμορφωμένη και δε μπορούμε να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα, προφανώς.»
«Δεν έχω δει κανέναν σκύλο στο
σπίτι σας. Σας τον απαγάγανε κι αυτόν;» ρωτάει ο Καπετάν Μπάτσος.
«Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε
σκύλο και αυτό με έκανε κι απόρησα.»
«Ίσως είναι κάποιο σύνθημα.
Έχετε κάποιο φίλο ή συγγενή Τζακ;» ρωτάει ο Ο’ Λύπη.
«Έχουμε ένα θείο Τζακ, αλλά
έχουμε χρόνια να τον δούμε. Έχει μετακομίσει και μας στέλνει γράμματα.»
«Τότε, ίσως το μέρος απ’ όπου
στέλνει ο θείος σας τα γράμματα είναι και το μέρος όπου κρατούν οι απαγωγείς τη
γυναίκα σας. Που έχει μετακομίσει ο θείος σας;» λέει ο Καπετάν Μπάτσος και
παίρνει ένα θριαμβευτικό ύφος νομίζοντας πως βρήκε το κλειδί του μυστηρίου.
«Στην Αγγλία.» αποκρίνεται ο Ιάσωνας.
«Αυτό δεν είναι βοηθητικό
στοιχείο.» παρατηρεί ο επιθεωρητής.
«Μου κάνει εντύπωση που ζητούν
πάλι 200.000 ευρώ.» λέει ο Καπετάν Μπάτσος προσπαθώντας να κρύψει την
απογοήτευσή του, που δεν κατάφερε να δώσει φως στην υπόθεση.
«Μου θυμίσατε τα λεφτά, τα οποία
δεν έχω.» ομολογεί με ντροπή ο Καλικαντζέρος.
«Μην ανησυχείτε. Θα τα διαθέσει
η αστυνομία.» απαντάει καθησυχαστικά ο Ο’ Λύπη.
«Ευχαριστώ. Ευτυχώς που δεν
πρέπει ν’ ανησυχώ για τα λεφτά, γιατί αυτές τις μέρες το μυαλό μου σκέφτεται
συνεχώς τις δύσκολες στιγμές, που περνάει η σύζυγος μου. Την απαγάγανε πάνω στη
χρονική περίοδο που ετοιμαζόμασταν να πάρουμε διαζύγιο. Αγαπιόμαστε πολύ
βλέπετε.»
Οι αμερικάνοι και κατ’ επέκταση
οι ελληναμερικάνοι σύζυγοι δένονται και θυμούνται την αγάπη τους κατά τη
διάρκεια και μετά το διαζύγιο περισσότερο από τις άλλες στιγμές.
«Καταλαβαίνω τι περνάτε. Έχω
βρεθεί στη θέση σας.» λέει παρηγορητικά ο Ο’ Λύπη.
«Αλήθεια;» ρωτάει ο Ιάσωνας.
«Ναι θυμάμαι κάποτε είχε
εξαφανιστεί η γάτα της κόρης μου για τρεις μέρες. Όλοι είχαμε ανησυχήσει πάρα
πολύ. Είχαν περάσει χιλιάδες σκέψεις από το μυαλό μου. Επειδή δε μας ζήτησαν
λύτρα πίστεψα ότι θα την κακοποιούσανε. Δε φαντάζεστε τι ανώμαλοι υπάρχουν στην
εποχή μας. Κάπως έτσι ξεκίνησε και το AIDS.
Τελικώς βρέθηκε στο οικόπεδο του γείτονά μας.»
«Πρέπει να πάμε στο ξενοδοχείο
«Σκυλίσιος ύπνος».» είπε ο Καπετάν Μπάτσος παρεμβαίνοντας στη συζήτηση.
«Έχω πάει σ’ αυτό το ξενοδοχείο
και μάλιστα είναι τόσο ξεκούραστο που κοιμήθηκε κι ο σκύλος του γιου μου.
Συνήθως ξαγρυπνούμε από τα γαβγίσματά του.» είπε ο επιθεωρητής καθώς σήμερα
είχε διάθεση να διηγείται ιστορίες από την προσωπική του ζωή.
Ο επιθεωρητής κι ο Καπετάν
Μπάτσος χαιρέτησαν τον Ιάσωνα κι έφυγαν για να κάνουν τις απαραίτητες
προετοιμασίες.
6
Στο ξενοδοχείο «Σκυλίσιος ύπνος»
ο Ο’ Λύπη, ο Καπετάν Μπάτσος και οι υπόλοιποι αστυνομικοί προετοιμαζόντουσαν
για να παγιδεύσουν τον απαγωγέα. Η μαύρη βαλίτσα έχει τοποθετηθεί στο δωμάτιο
313 και κανείς δεν ήταν μέσα σ’ αυτό. Αυτή τη φορά είχε μεταμφιεστεί και ο
Καπετάν Μπάτσος σε υπάλληλο του ξενοδοχείου. Εξυπηρετούσε τους πελάτες, του
τρίτου ορόφου, ώστε να προσέχει το 313. Η μεταμφίεση ήταν δική του ιδέα κι
επειδή ο Ο’ Λύπη εμπιστευόταν το αλάθητο, παρά μία φορά, ένστικτό του, του
έδωσε την άδεια να το κάνει. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει στους αναγνώστες ότι
μοναδική φορά που έκανε λάθος ο Καπετάν Μπάτσος είναι αυτή που συνέλαβε το
σκουπιδιάρη, επειδή τον είχε περάσει για τον απαγωγέα.
***
Μόλις πληροφορήθηκε ο Καπετάν
Μπάτσος ότι το δωμάτιο 303 επιθυμεί εξυπηρέτηση. Το ξενοδοχείο διαθέτει
ασύρματη ενδοσυνεννόηση για την καλύτερη λειτουργία του. Ένας υπάλληλος του
ξενοδοχείου έφερε στον Καπετάν Μπάτσο ό,τι είχαν παραγγείλει από το 303. Ο
διευθυντής του ξενοδοχείου ήταν συνεννοημένος κι έκανε ό,τι μπορούσε για να
διευκολύνει την μυστική επιχείρηση της αστυνομίας. Ο Καπετάν Μπάτσος
προσπαθούσε να καταλάβει αν κάποιος από τους επισκέπτες του τρίτου ορόφου ήταν
ο απαγωγέας. Έτσι όταν τους εξυπηρετούσε άκουγε τι λέγανε και τους εξέταζε
διακριτικά για να δει αν ταιριάζουν με το ψυχολογικό προφίλ ενός απαγωγέα. Είχε
φτάσει έξω από την πόρτα του 303. Τη χτύπησε.
«Εμπρός.» είπε μια γέρικη φωνή
από μέσα.
Ο Καπετάν Μπάτσος μπήκε μέσα κι
αντίκρισε ένα αηδιαστικό θέαμα. Ένα χούφταλο καθότανε σε μια πολυθρόνα και πάνω
στα γόνατά του καθότανε μια νεαρή κοπέλα, που ζήτημα ήταν αν είχε κλείσει τα
20. Ο γέρος είπε στην κοπέλα:
«Άλλο ένα απολαυστικό διήμερο με
τους παλιούς συναδέλφους μου.»
«Μ’ αρέσει που χάβει τα
παραμύθια σου η γυναίκα σου. Πότε, όμως, θα της μιλήσεις για μας;» είπε η νεαρά
που δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στον Καπετάν Μπάτσο. Φαίνεται ήταν ή πολύ
μικρός ή πολύ φτωχός για τα γούστα της.
«Σύντομα, σύντομα.» αποκρίθηκε ο
γέρος που τα χέρια του χανόντουσαν μέσα στα μπούτια της μικρής.
Ο Καπετάν Μπάτσος κατάλαβε πως η
μικρή προσπαθούσε να ξελογιάσει το βαθύπλουτο γέρο για ν’ αρπάξει μερίδιο από
την περιουσία του. Ήταν γελασμένη.
Κανείς απ’ αυτούς τους δύο δε θα
μπορούσε να είναι ο απαγωγέας για δύο λόγους. Αφ’ ενός δεν είχαν την απαραίτητη
φυσική δύναμη για να κάνουν μια τρύπα στη πλατεία Συντάγματος και αφ’ ετέρου
δεν ταιριάζανε στο ψυχολογικό προφίλ ενός απαγωγέα.
Ο Καπετάν Μπάτσος είπε στο γέρο:
«Θέλετε τίποτ’ άλλο;»
«Όχι, μπορείς να πηγαίνεις.» του
απάντησε ο βαθύπλουτος γέρος και του έδωσε ένα γενναίο φιλοδώρημα.
«Ευχαριστώ.» είπε ο Καπετάν
Μπάτσος κι άφησε τα δύο πιτσουνάκια στην ησυχία τους. Το φιλοδώρημα το πήρε,
όχι για τον εαυτό του, αλλά για να το δώσει σε κάποιον υπάλληλο του ξενοδοχείου
που το είχε ανάγκη. Ένιωθε σα μοντέρνος Ρομπέν των δασών. Μόνο στην περίπτωσή
του, του ταιριάζει καλύτερα ο τίτλος: Ρομπέν των Μπατσών. Με την έννοια του
μπάτσου κι όχι της μπάτσας.
***
Αυτή τη φορά έπρεπε να πάει στο
δωμάτιο 308. Ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου του είχε φέρει την παραγγελία του
308. Ο καπετάν Μπάτσος είχε φτάσει έξω από το 308 και χτύπησε την πόρτα.
«Ναι.» ακούστηκε μέσα από το
δωμάτιο. Η φωνή ήταν αντρική και αρρενωπή.
Ο Καπετάν Μπάτσος άνοιξε την
πόρτα και είδε τον άντρα με την αρρενωπή φωνή. Φορούσε κολλητό και κοντό
μπλουζάκι, έτσι που να φαίνεται ο αφαλός του. Το τζιν του ήταν κι αυτό κολλητό.
Ο άντρας με την αρρενωπή φωνή ξαναμίλησε.
«Είσαι κούκλος.» είπε και του
έριξε ένα λάγνο βλέμμα σαν ήθελε να τον καταβροχθίσει.
«Ευχαριστώ.» απάντησε ο Καπετάν
Μπάτσος κοφτά και χωρίς να τον κοιτάξει καθόλου.
Ο άντρας με την αρρενωπή φωνή
συνέχισε:
«Θέλεις να φας μαζί μου; Νιώθω
απέραντη μοναξιά.» και καθώς είπε αυτή τη φράση έτριβε τα χέρια του στο
γυμνασμένο κορμί του σαν να τον καλεί ερωτικά.
«Δε μπορώ κύριε. Έχω δουλειά.»
απάντησε απότομα ο Καπετάν Μπάτσος αποφεύγοντας πάλι να τον κοιτάξει.
Ο άντρας με την αρρενωπή φωνή
δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε ακάθεκτος την πολιορκία:
«Θα στο πω ξεκάθαρα. Είμαι γκέι.
Γουστάρεις κέφι;» και του έσκασε ένα χαμόγελο.
Ο Καπετάν Μπάτσος εκνευρίστηκε
αφάνταστα με τη χυδαιότητά του και του έριξε μια θανατηφόρα ματιά, που θα
σκότωνε κι ελέφαντα. Ακόμη πρόσθεσε:
«Θέλετε τίποτ’ άλλο;»
Ο άντρας με την αρρενωπή φωνή
μαζεύτηκε και είπε:
«Όχι, μπορείς να φύγεις.» κι
έδωσε ένα φιλοδώρημα. Ο Καπετάν Μπάτσος το πήρε, σκεπτόμενος πάντα τους άλλους
υπαλλήλους. Μόλις βγήκε από το 308 αντίκρισε μια γοητευτική κοπέλα, που
εργαζότανε στο ξενοδοχείο. Τότε σκέφτηκε πως οι νέοι χρειάζονται περισσότερο τα
χρήματα κι αποφάσισε να της δώσει τα φιλοδωρήματα που είχε κερδίσει
παριστάνοντας τον υπάλληλο του ξενοδοχείου. Την πλησίασε και της είπε:
«Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να σας
δώσω αυτά τα χρήματα, γιατί...»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη
φράση του και η κοπέλα του έριξε ένα δυνατό χαστούκι λέγοντάς του:
«Μα πως τολμάς παλιάνθρωπε; Για
ποια με πέρασες;»
Οι προθέσεις του Καπετάν Μπάτσου
είχαν παρεξηγηθεί. Αν ήταν πραγματικά τέτοιες ο συγγραφέας δε θα τον είχε
ονομάσει Ρομπέν των Μπατσών, αλλά Ρομπέν των Τσουλών. Ο Καπετάν Μπάτσος
λυπήθηκε για το γεγονός, αλλά περισσότερο γιατί δε μπόρεσε να της εξηγήσει για
ποιο λόγο ήθελε να της δώσει τα λεφτά.
***
Η ώρα πλησίαζε 16:00 και ο
Καπετάν Μπάτσος πηγαινοερχότανε στους διαδρόμους του τρίτου ορόφου
προσποιούμενος ότι ήταν σε ετοιμότητα να εξυπηρετήσει την ενδεχόμενη παραγγελία
κάποιου πελάτη, ενώ πραγματικά περίμενε την κίνηση του απαγωγέα. Όπως πλησίαζε
όμως ένα δωμάτιο άκουσε έντονους θορύβους. Έκατσε έξω από την πόρτα κι έστησε
αυτί. Σκέφτηκε πως οι θόρυβοι αυτοί μπορεί να σχετίζονται με την απαγωγή.
Άρχισε ν’ ακούει.
«Αχόρταγε ερωτομανή. Σου έδωσα
40 χρόνια από τη ζωή μου και τι κέρδισα;» είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα και τη
φράση της τη διαδέχτηκε σπάσιμο κρυστάλλου.
«Αγάπη μου ηρέμησε. Θα πάθεις
τίποτα.» απάντησε μια γέρικη αντρική φωνή.
«Πως να ηρεμήσω όταν ξοδεύεις
την περιουσία μας με τις γκόμενές σου;» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα και αμέσως
μετά ακούστηκε σπάσιμο βάζου.
«Μα το ξέρεις πως μόνο εσένα
αγαπώ. Αυτές οι γυναίκες δε σημαίνουν τίποτα για μένα.» είπε η γέρικη φωνή
προσπαθώντας να υπερασπίσει τον εαυτό του.
«Μην τολμάς να μου μιλάς γι’
αγάπη, ηλίθιε φαλλοκράτη.» και τη φωνή της τη διαδέχτηκε ένας κρότος από
σπάσιμο τζαμαρίας.
Τότε θυμήθηκε ο Καπετάν Μπάτσος
πως η γέρικη φωνή ήταν του χούφταλου. Το δωμάτιο ήταν το 303, όπου ο γέρος
πασπάτευε τη μικρή. Η απάτη του γέρου είχε αποκαλυφθεί με τις προφανείς
συνέπειες. Οι στιγμές αυτές ήταν άκρως προσωπικές και ο συγγραφέας τις παρέθεσε
μόνο και μόνο γιατί ο Καπετάν Μπάτσος πίστευε πως οι θόρυβοι που άκουσε αρχικά
θα τον οδηγούσαν στη λύση της υπόθεσης.
***
Η ώρα ήταν 16:10 κι ακόμα δεν
υπήρχε ίχνος από τον απαγωγέα. Εκείνη τη στιγμή όμως, ο Καπετάν Μπάτσος άκουσε
τη θύρα του ανελκυστήρα ν’ ανοίγει και καθώς ήταν εκεί κοντά γύρισε το κεφάλι
του για να δει ποιος θα βγει από μέσα. Είδε ένα άτομο, που δε φορούσε τα
χαρακτηριστικά ρούχα των υπαλλήλων του ξενοδοχείου, να κρατάει πίτσες. Ήταν
προφανώς πιτσαδόρος. Ο πιτσαδόρος διέσχισε τον κεντρικό διάδρομο κι άρχισε να
κοιτάει τα νούμερα των δωματίων. Ο Καπετάν Μπάτσος τον ακολούθησε διακριτικά. Ο
πιτσαδόρος έφτασε στο 313 και χτύπησε την πόρτα. Μόλις το είδε αυτό ο Καπετάν
Μπάτσος μίλησε μέσω ασύρματου στον επιθεωρητή Ο’ Λύπη.
«Ο’ Λύπη ένας πιτσαδόρος χτυπάει
την πόρτα του 313. Είμαι σίγουρος πως είναι ο απαγωγέας. Επιτρέψτε μου να το
συλλάβω.»
Ο επιθεωρητής καθώς εμπιστευόταν
τυφλά το αλάθητο, παρά μία φορά, ένστικτο του Καπετάν Μπάτσου του απάντησε:
«Κάντε ό,τι νομίζετε απαραίτητο.
Εγώ και οι υπόλοιποι αστυνομικοί θα κρατήσουμε το πόστο μας σε περίπτωση που ο
πιτσαδόρος δεν είναι ο απαγωγέας.»
Αφού πήρε την άδεια του Ο’ Λύπη,
πλησίασε τον πιτσαδόρο. Του εξήγησε πως το συλλαμβάνει για ν’ αποφευχθούν τυχόν
παρεξηγήσεις, όπως συνέβη με το σκουπιδιάρη.
«Είμαι ο Καπετάν Μπάτσος και θα
σου διαβάσω τα δικαιώματά σου...». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και ο
πιτσαδόρος το διέκοψε λέγοντας:
«Ο Καπετάν Μπάτσος; Δεν το
πιστεύω! Τιμή μου να με συλλαμβάνει ένας αστυνομικός της φήμης σας.»
Ο Καπετάν Μπάτσος όντας
κολακευμένος, απάντησε:
«Ευχαριστώ. Τώρα θα μου
επιτρέψετε να σας περάσω τις χειροπέδες.»
«Μα φυσικά. Αλλά πρώτα επιτρέψτε
μου να πάρω το αφεντικό μου. Δε θα ήθελα να μ’ απολύσουν.»
«Παρακαλώ. Έτσι κι αλλιώς
δικαιούστε ένα τηλεφώνημα.» είπε πονηρά ο Καπετάν Μπάτσος που νόμιζε πως ο
πιτσαδόρος-απαγωγέας θα πάρει τον εγκέφαλο της απαγωγής, το «αφεντικό», κι έτσι
θα πιάσουν και τους δύο, αφού θα εντοπίσουν το τηλεφώνημα. Ο πιτσαδόρος μιλάει
στο τηλέφωνο:
«Έλα αφεντικό, δε θα παραδώσω
άλλες πίτσες σήμερα. Με συνέλαβε ο Καπετάν Μπάτσος. Μεγάλη συγκίνηση! Ναι θα
στα διηγηθώ όλα αύριο.»
«Πάμε;» ρωτάει ο Καπετάν
Μπάτσος, καθώς ο πιτσαδόρος είχε τελειώσει το τηλεφώνημα.
«Ναι, αλλά δεν έχω παραδώσει την
πίτσα και θα κρυώσει. Ξέρετε η κρύα πίτσα δεν τρώγεται.»
«Μην ανησυχείτε. Θα την
παραδώσουν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος καθησυχαστικά
και πέρασε τις χειροπέδες στον πιτσαδόρο. Μπήκαν στο περιπολικό και
κατευθύνθηκαν προς το αστυνομικό τμήμα.
***
Στο αστυνομικό τμήμα, μετά από
τρεις ώρες ανάκρισης ο πιτσαδόρος δεν ομολογούσε. Ο Καπετάν Μπάτσος είχε
αρχίσει να πιστεύει πως αυτή ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που είχε κάνει
λάθος.
«Παραδέξου το. Είχες πάει στο
313 για να πάρεις τη μαύρη βαλίτσα με τα λεφτά.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος.
«Πάλι τα ίδια θα λέμε; Κατά
λάθος πήγα στο 313. Στο 312 έπρεπε να πάω. Και δε γνωρίζω τίποτα για καμία
μαύρη βαλίτσα.» είπε έχοντας απηυδήσει ο πιτσαδόρος.
«Πες μου που έχεις κρύψει την
Αφροξυλάνθη και παρέδωσέ μας το συνεργάτη σου. Έτσι θα μειώσεις την ποινή σου.»
είπε επιμένοντας ο Καπετάν Μπάτσος.
«Μα δεν έχω κανένα συνεργάτη και
δεν έχω ιδέα για ποια Αφροτέτοια μου μιλάτε.»
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το
κινητό του Καπετάν Μπάτσου. Το σηκώνει.
«Παρακαλώ.»
«Ο Ο’ Λύπη είμαι. Ο απαγωγέας
ήταν στο ακριβώς από πάνω δωμάτιο του 313, στο 413. Άνοιξε μια τρύπα στο
πάτωμα, μπήκε στο 313 και πήρε τα λεφτά. Ανέβηκε πάλι στο 413 και μετά έφυγε
ανενόχλητος. Πάλι μας ξεγέλασε.»
«Είμαι σίγουρος πως αύριο θα μας
ξαναζητήσει 200.000 ευρώ. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε την επόμενη κίνησή
του.» παρατήρησε ο Καπετάν Μπάτσος.
«Μόλις έχουμε νέα του, θα σας
ειδοποιήσουμε. Καληνύχτα σας.»
«Καληνύχτα.» λέει ο Καπετάν
Μπάτσος και κάνει νόημα ν’ αφήσουν τον πιτσαδόρο. Πριν προλάβει να φύγει ο
πιτσαδόρος, ο Καπετάν Μπάτσος το ρωτάει;
«Μήπως σας λένε Μανόλη;»
«’Όχι. Γεράσιμο. Γιατί ρωτάτε;»
«Δεν πειράζει, ξεχάστε το.» είπε
ο Καπετάν Μπάτσος και σκέφτηκε πως ήταν ωραίο όνομα, αλλά παρόλα αυτά
στενοχωρήθηκε καθώς δε μπόρεσε να πει χρόνια πολλά γι’ άλλη μία φορά.
Ο Καπετάν Μπάτσος έφυγε από το
αστυνομικό τμήμα και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο του θα σκεφτούν οι
αναγνώστες του. Όχι, δεν έγινε αυτό. Που πήγε; Θα το μάθετε σε άλλο κεφάλαιο.
7
Τρίτη
και τελευταία μέρα
27 Δεκεμβρίου. Η μέρα έχει
ξημερώσει και ο Καπετάν Μπάτσος έχει ξυπνήσει εδώ και ώρα. Σκεφτόταν την
υπόθεση. Ο χτύπος του τηλεφώνου διακόπτει τις σκέψεις του. Το σηκώνει.
«Παρακαλώ;»
«Ο Ο’ Λύπη είμαι. Ο
Καλικαντζέρος έλαβε ένα fax που αφορά την απαγωγή. Σε μια ώρα σας περιμένω στο σπίτι του.»
«Θα είμαι εκεί.» είπε ο Καπετάν
Μπάτσος κι έκλεισε το τηλέφωνο. Τότε όμως θυμήθηκε πως σήμερα γιορτάζει ο
Στέφανος Γκοφρετάκης, ο οποίος ήταν υποπλοίαρχος στο καράβι «Περσεφόνη». Αυτή
τη φορά δε χρειαζότανε να πάρει τηλέφωνο κάποιο άγνωστο. Πληκτρολόγησε το νούμερο
και το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει.
«Εμπρός;» λέει αυτός που σήκωσε
το τηλέφωνο.
«Που ‘σαι βρε μπαγάσα Στέφανε;
Χρόνια σου πολλά. Ξέρεις ποιος σε θυμήθηκε;» απαντάει χαρούμενα ο Καπετάν
Μπάτσος.
«Ευχαριστώ. Επίσης, αλλά ποιος
είναι;»
«Μα δε με κατάλαβες ακόμα; Ο
καπετάνιος σου είμαι από την «Περσεφόνη»».
«Ποιος καπετάνιος; Εγώ είμαι
αρτοποιός.»
«Δεν είσαι ο Στέφανος
Γκοφρετάκης;»
«Όχι, ο Στέφανος Κουλουράκης.»
«Τότε συγνώμη για την ενόχληση.»
«Παρακαλώ» είπε ο Κουλουράκης
και το έκλεισε.
Προφανώς ο Καπετάν Μπάτσος είχε
πάρει λάθος νούμερο αλλά κατά περίεργη σύμπτωση είχε πετύχει κάποιον συνονόματο
του Γκοφρετάκη. Ήταν ευχαριστημένος που είχε πει τα χρόνια πολλά σε κάποιον
Στέφανο κι επιπλέον δεν είχε χρόνο για να πάρει τηλέφωνο το Γκοφρετάκη. Έτσι κι
αλλιώς θα μπορούσε να του πει χρόνια πολλά του χρόνου.
***
Ο Καπετάν Μπάτσος και ο
επιθεωρητής μόλις είχαν φτάσει στο σπίτι του Καλικαντζέρος. Μπήκαν στο σαλόνι
και ο Καπετάν Μπάτσος ως συνήθως μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
«Που είναι το fax;» ρώτησε τον Ιάσωνα.
«Ορίστε» απαντάει και του δίνει
το fax.
Ο Καπετάν Μπάτσος αρχίζει να το
διαβάζει.
«Αν θες να ξαναδείς τη γυναίκα
σου ζωντανή κατέθεσε 200.000 ευρώ στον παρακάτω τραπεζικό λογαριασμό:..............
της τράπεζας Πίστεως. Μόλις καταθέσεις τα λεφτά θα σου παραδώσω τη γυναίκα σου.
Ευχαριστώ πολύ για τα 400.000 ευρώ που μου έχεις ήδη δώσει. Ειλικρινά, ο
απαγωγέας της γυναίκας σου.»
Ο συγγραφέας επίτηδες δεν έγραψε
το τραπεζικό λογαριασμό, για να μη βάλει σε πειρασμό κανέναν από τους
αναγνώστες να πάρει τα λεφτά, που τα διέθεσε η αστυνομία για τον ιερό αυτό
σκοπό.
Μόλις ο Καπετάν Μπάτσος τελείωσε
το διάβασμα του fax
μουρμούρισε σκεπτικά:
«Χμμμ...»
«Σκεφτήκατε κάτι;» ρωτάει ο Ο’ Λύπη
που έλπιζε πως ο Καπετάν Μπάτσος βρήκε κάτι σημαντικό.
«Ναι. Το σημείωμα δεν είναι
ανορθόγραφο όπως την άλλη φορά.»
«Και λοιπόν;»
«Αυτό σημαίνει ότι τα σημειώματα
γράφτηκαν από δύο διαφορετικά άτομα. Άρα οι απαγωγείς είναι τουλάχιστον δύο.»
είπε ο Καπετάν Μπάτσος έχοντας ένα περήφανο ύφος για τη θεωρία που μόλις είχε
αναπτύξει.
«Μπορεί τα ορθογραφικά λάθη να
έγιναν από το ίδιο άτομο για να μας μπερδέψει.» απαντάει ο Ο’ Λύπη.
«Ναι...σωστά.» είπε ο Καπετάν
Μπάτσος και το περήφανο ύφος το διαδέχτηκε μια αίσθηση αμηχανίας καθώς για άλλη
μία φορά είχε πει κουταμάρα. Στη συνέχεια ρωτάει:
«Γιατί όμως στην τράπεζα Πίστεως;»
«Ονομάζεται έτσι γιατί πρέπει να
πιστεύεις στο Θεό για να τοκισθούν τα λεφτά σου;» ρωτάει με ειρωνικό ύφος ο Ιάσωνας.
«Όλες οι τράπεζες έτσι είναι.»
απαντάει ο Ο’ Λύπη και προσθέτει:
«Αυτή τη φορά δεν πιστεύω πως
πρέπει να δώσουμε τα λεφτά».
«Κι όμως εγώ πιστεύω το
αντίθετο. Θα τα δώσουμε και θα περιμένουμε να εμφανιστεί η Αφροξυλάνθη.» λέει ο
Καπετάν Μπάτσος, όντας υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του.
«Δε σας βλέπω καθόλου ν’
ανησυχείτε.» παρατηρεί ο επιθεωρητής.
«Γιατί ν’ ανησυχώ; Εσείς δίνετε
τα λεφτά, όχι εγώ. Επιπλέον πιστεύω πως το πολύ μετά από μία ώρα, αφού
καταθέσετε τα λεφτά, η Αφροξυλάνθη θα εμφανιστεί.
Ο επιθεωρητής καθώς εμπιστευόταν
το αλάθητο, παρά δύο φορές, ένστικτο του Καπετάν Μπάτσου πήρε τηλέφωνο το
αστυνομικό τμήμα κι έδωσε εντολή να καταθέσουν τα λεφτά.
***
Είχαν περάσει τουλάχιστον τρεις
ώρες και η Αφροξυλάνθη δεν είχε εμφανιστεί. Ο επιθεωρητής κι ο Καπετάν Μπάτσος
βρισκόντουσαν ακόμα στην οικία του Καλικαντζέρος. Ο επιθεωρητής σκεφτόταν πως
σήμερα ήταν τα γενέθλια της κόρης του και εξαιτίας της υπόθεσης δεν είχε βρει
χρόνο να της πάρει δώρο. Ο Καπετάν Μπάτσος σκεφτόταν αν θα βρει χρόνο να πάρει
τηλέφωνο το Στέφανο Γκοφρετάκη κι ο Ιάσωνας το πως θα εκδικηθεί την Μήδεια, που
του σκότωσε τα παιδιά τους. Είχε πάλι μπερδέψει τις σκέψεις του με τη μυθολογία
που διάβαζε. Όμως η σκέψη και των τριών διακόπηκε από τον ήχο του κουδουνιού. Ο
Ιάσωνας αμέσως τινάχτηκε κι έτρεξε ν’ ανοίξει την πόρτα ελπίζοντας πως θ’
αντικρύσει την αγαπημένη της ζωής του. Μόλις άνοιξε την πόρτα αντίκρισε τον
πιτσαδόρο. Είχε ξεχάσει ότι είχε παραγγείλει πίτσες, καθώς είχε μεσημεριάσει
και είχαν όλοι τους πεινάσει. Αφού φάγανε τις πίτσες το κουδούνι ξαναχτύπησε κι
ο Ιάσονας πήγε ν’ ανοίξει πιστεύοντας πως θα είναι πάλι ο πιτσαδόρος, καθώς
τους είχε φέρει 1 παραπάνω αναψυκτικό, πράγμα το οποίο είναι σπάνιο. Συνήθως
συμβαίνει το αντίθετο. Μόλις άνοιξε την πόρτα δεν πίστευε στα μάτια του. Η
Αφροξυλάνθη βρισκότανε απέναντί του.
«Αγάπη μου» ξεφωνίζει και την
αγκάλιασε.
«Είσαι καλά;» τη ρωτάει.
«Ναι. Μόνο λίγο κουρασμένη.»
απαντάει εκείνη.
Τη βοήθησε να μπει μέσα στο
σπίτι. Μόλις την είδε, ο επιθεωρητής εξεπλάγη. Αντιθέτως, ο Καπετάν Μπάτσος
έδειχνε σα να μη τρέχει τίποτα. Από το μυαλό του Ο’ Λύπη περνάγανε χιλιάδες
ερωτήσεις κι επειδή όσο περνούσε η ώρα η πιθανότητα να πιάσουν τους απαγωγείς
μειωνότανε, ρώτησε την Αφροξυλάνθη:
«Το ξέρω πως οι τωρινές στιγμές
είναι πολύ δύσκολες για σας, αλλά υπάρχει κάτι που μπορείτε να μας πείτε για
τους απαγωγείς; Μια περιγραφή ή την τοποθεσία που σας κρατούσαν.»
«Δε θυμάμαι και πολλά πράγματα.
Την περισσότερη ώρα με κρατούσαν ναρκωμένη και φορούσαν μάσκες.» είπε με
δυσκολία η Αφροξυλάνθη που ήταν προφανώς επηρεασμένη από ηρεμιστικά.
«Δε χρειάζεται να ρωτάτε την
Αφροξυλάνθη. Γνωρίζω εγώ τους απαγωγείς της.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος
εκπλήσσοντας τους πάντες.
«Πως;» είπαν και οι τρεις τους.
Ακόμα και η Αφροξυλάνθη που ήταν υπό την επήρεια ηρεμιστικών.
«Ποιοι είναι; Μη μας κρατάτε σε
αγωνία!» είπε απορημένος ο Ο’ Λύπη.
Ο σκουπιδιάρης και ο πιτσαδόρος
θα σκεφτούν οι αναγνώστες. Όμως, ο Καπετάν Μπάτσος δεν απάντησε αυτό. Πήρε ένα
θριαμβευτικό ύφος και είπε:
«Κανείς δεν απήγαγε την
Αφροξυλάνθη Καλικαντζέρος. Σκηνοθέτησε την απαγωγή της.»
«Μα αυτό είναι γελοίο!» λέει σε
τόνο διαμαρτυρίας ο Ιάσωνας.
«Αυτό είναι σοβαρή κατηγορία.
Έχετε αποδείξεις γι’ αυτό;» ρωτάει ο Ο’ Λύπη.
«Το ζεύγος Καλικαντζέρος είχε
πολλά χρέη αφ’ ότου ναυάγησαν τα καράβια τους. Πούλησαν όλη την ακίνητη
περιουσία τους, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Έβαλαν υποθήκη ακόμη και το σπίτι
τους. Μετά απ’ αυτό τους έμεινε ένα χρέος 200.000 ευρώ, αλλά για καιρό δεν
έβρισκαν λεφτά για να το ξεπληρώσουν κι εξαιτίας των τόκων διπλασιάστηκε. Έτσι
σκεφτήκανε να σκηνοθετήσουνε την απαγωγή της Αφροξυλάνθης.» απάντησε ο Καπετάν
Μπάτσος με το θριαμβευτικό ύφος πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
«Που τα ξέρετε όλα αυτά;» ρωτάει
απορημένα ο Ο’ Λύπη.
«Ρωτήστε τον λογιστή της
οικογένειας Καλικαντζέρος.» απαντάει ο Καπετάν Μπάτσος και δείχνει έναν άνθρωπο
που είχε μπει εδώ και λίγη ώρα στο σπίτι του Ιάσονα, αλλά κανείς δεν τον είχε
καταλάβει, καθώς όλοι τους ήταν αφοσιωμένοι στον Καπετάν Μπάτσο. Για την
ακρίβεια ο άνθρωπος αυτός είχε μπει την ώρα που είχε αρχίσει να μιλάει ο
Καπετάν Μπάτσος.
«Είναι αλήθεια. Το ζεύγος
Καλικαντζέρος είχε χρέος 400.000 ευρώ.» απαντάει ο άνθρωπος, που είχε μπει εδώ
και λίγη ώρα στην οικία του Ιάσωνα και της Αφροξυλάνθης, που ήταν φυσικά ο
λογιστής της οικογένειας.
«Το πρώτο σας λάθος κυρία
Αφοξυλάνθη ήταν το ανορθόγραφο σημείωμα. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα σας και μου
επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Δεν είχατε βγάλει το δημοτικό.» συνέχισε ο Καπετάν
Μπάτσος πάντα με θριαμβευτικό ύφος.
«Μα εσείς ζητήσατε 600.000 ευρώ
συνολικά.» παρατηρεί ο Ο’ Λύπη που αδυνατούσε ακόμα να το πιστέψει.
«Ναι. Τα επιπλέον 200.000 ευρώ
τα θέλαμε...για ένα ταξιδάκι στη Χαβάη. Ήταν το όνειρό μας να πάμε εκεί.» είπε
κομπιάζοντας ο Ιάσωνας.
«Αυτά να τα πείτε σε κάποιον
άλλο. Τα επιπλέον 200.000 ευρώ τα χρειαζόταν ο λογιστής σας, ο οποίος έχει
πάθος με το τζόγο.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος πάντα με θριαμβευτικό τόνο.
«Μα τι είναι αυτά που λέτε; Εγώ
δε ρισκάρω ποτέ τα λεφτά μου.» λέει ο λογιστής φανερά εκνευρισμένος.
«Αν δεν πιστεύετε εμένα ρωτήστε
το λογιστή του λογιστή της οικογένειας Καλικαντζέρος.» λέει ο Καπετάν Μπάτσος
και δείχνει έναν άνθρωπο που πριν λίγο είχε μπει μέσα στο σπίτι, αλλά καθώς
όλοι ήταν αφοσιωμένοι στον Καπετάν Μπάτσο, δεν τον είχαν προσέξει.
«Είναι αλήθεια. Ο λογιστής της
οικογένειας Καλικαντζέρος χρωστούσε 200.000 ευρώ και το χρέος είχε δημιουργηθεί
από παιχνίδια τζόγου.» είπε ο λογιστής του λογιστή της οικογένειας
Καλικαντζέρος.
«Μα που κολλάω εγώ σε όλη την
ιστορία;» φώναξε ο λογιστής της οικογένειας Καλικαντζέρος, ο οποίος είχε
κοκκινίσει από το θυμό του.
«Το σχέδιο το σκέφτηκε ο Ιάσωνας,
αλλά ο ίδιος δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το τρυπάνι και να πάρει τα λεφτά,
καθώς ήταν συνέχεια στο σπίτι του. Είχα βάλει έναν αστυνομικό να τον
παρακολουθεί. Φυσικά, η Αφροξυλάνθη δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το
τρυπάνι. Έτσι πήρα τηλέφωνο τον πατέρα σας, ο οποίος επιβεβαίωσε τις υποψίες
μου. Πριν δουλέψετε ως λογιστής ήσασταν οικοδόμος.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος,
χωρίς να χάνει ούτε στιγμή το θριαμβευτικό του ύφος.
«Μα γιατί δεν αποκαλύψατε το
λογιστή σας, όταν αποκαλυφθήκατε ο ίδιος;» ρωτάει ο επιθεωρητής τον Ιάσωνα.
«Μου είχε σώσει τη ζωή στο
στρατό κι έτσι του χρωστούσα χάρη.»
«Όμως εσείς είστε νέος, δε
πολεμήσατε πουθενά.» παρατηρεί ο επιθεωρητής.
«Έχετε δίκιο, αλλά ο λογιστής
μου συνήθιζε να τρώει και το μεσημεριανό μου στο στρατό. Βλέπετε πεινούσε πολύ.
Ένα μεσημέρι δηλητηριάστηκε και παραλίγο να πεθάνει. Αν το είχα φάει εγώ...δε
ξέρω αν θα ζούσα σήμερα.»
«Και το ανορθόγραφο γράμμα;»
ξαναρωτάει ο επιθεωρητής.
«Εκείνη τη μέρα ο λογιστής μας
είχε πολύ δουλειά κι έτσι το έγραψα εγώ. Επειδή όμως δεν έχω βγάλει το
δημοτικό...ξέρετε το αποτέλεσμα.» απάντησε η Αφροξυλάνθη.
«Εγώ δεν πρόκειται να πάω
φυλακή!» φώναξε ο λογιστής της οικογένειας, που ήταν έτοιμος να εκραγεί από
θυμό, κι έβγαλε ένα πιστόλι.
Ο Ο’ Λύπη αιφνιδιάστηκε, αλλά ως
έμπειρος αστυνομικός δεν έχασε τη ψυχραιμία του και είπε:
«Σκεφτείτε αυτό που πάτε να κάνετε.
Δώστε μου καλύτερα το όπλο σας.»
Όμως ο λογιστής της οικογένειας
Καλικαντζέρος ήταν αποφασισμένος. Στρέφει το όπλο στον Ιάσονα και λέει:
«Δε θα πάω στον τάφο μόνος μου.
Θα σκοτώσω κι εσάς τους δύο που είστε εντελώς άχρηστοι. Ένα απλό σχέδιο δε
μπορούσατε ν’ ακολουθήσετε.»
Εδώ φαίνεται το μοναδικό λάθος
που έκανε ο Καπετάν Μπάτσος. Το σχέδιο ήταν επινόηση του λογιστή κι όχι του Ιάσωνα.
«Μα δε φταίμε εμείς. Ο Καπετάν
Μπάτσος μας αποκάλυψε.» είπε ο Ιάσωνας προσπαθώντας ν’ απολογηθεί, αλλά δε
πρόλαβε να πει τίποτα άλλο, καθώς ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Αίμα βγήκε από
την καρδιά του Ιάσωνα, ο οποίος δεν πρόλαβε να πει ούτε κιχ. Ένας δυνατός
γδούπος ακούστηκε καθώς ο Ιάσονας σωριάστηκε στο πάτωμα. Αμέσως μετά απ’ αυτό ο
λογιστής της οικογένειας Καλικαντζέρος έστρεψε το πιστόλι προς την Αφροξυλάνθη,
η οποία φώναξε:
«Όχι! Μη! Λυπηθείτε με!» και τη
φωνή της τη διαδέχτηκε ένας πυροβολισμός.
«Αα!» είπε η Αφροξυλάνθη που
μόλις ακούστηκε. Αίμα βγήκε από την καρδιά της και έπεσε στο πάτωμα. Ο γδούπος
δεν είναι ήταν τόσο δυνατός, γιατί ήταν ελαφρότερη από τον άντρα της.
Χωρίς να χρονοτριβήσει καθόλου ο
λογιστής της οικογένειας Καλικαντζέρος χρησιμοποιώντας το δεξί του χέρι έβαλε
το πιστόλι στον κρόταφό του και πυροβόλησε. Τη στιγμή του πυροβολισμού το
αριστερό του χέρι έκανε μια περίεργη κίνηση και τα μυαλά του τινάχτηκαν στον
τοίχο.
«Εμένα δε με χρειάζεστε άλλο.
Αντίο σας.» είπε απαθέστατα ο λογιστής του λογιστή της οικογένειας
Καλικαντζέρος κι έφυγε. Δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε στο διήγημα αυτό.
Πιθανότατα ούτε σε άλλο διήγημα.
«Μα δεν είναι δυνατόν να
συμβαίνει αυτό!» ξεφώνισε ο Ο’ Λύπη που είχε χάσει τη ψυχραιμία του.
«Δε συνέβη τίποτα το τραγικό»
είπε ατάραχος ο Καπετάν Μπάτσος, πάντα διατηρώντας το θριαμβευτικό του ύφος.
«Είστε στα καλά σας; Τρεις
άνθρωποι μόλις πεθάνανε μπροστά στα μάτια σας.» λέει ο επιθεωρητής γεμάτος
απορία κι αγανακτισμό.
«Και ποιος σας είπε ότι πεθάνανε;»
απαντάει ο Καπετάν Μπάτσος σοκάροντας τον επιθεωρητή και ίσως και τους
αναγνώστες. Πλησιάζει τον Ιάσωνα. Σκύβει και βάζει το δάχτυλό του στην καρδιά
του Ιάσωνα, που είναι γεμάτη αίματα. Δοκιμάζει και λέει:
«’Όπως το φαντάστηκα: κέτσαπ.
Δοκιμάστε κι εσείς.»
Ο επιθεωρητής κάνει το ίδιο και
δοκιμάζει.
«Μμμ! Και πολύ νόστιμο κιόλας.
Ξέρετε τι μάρκα είναι;»
«Φυσικά, αυτό έτρωγα μικρός.
Είναι...»
Ο συγγραφέας δεν αποκαλύπτει τη
μάρκα του κέτσαπ, καθώς η εταιρία δεν είναι χορηγός του διηγήματος κι επιπλέον
είναι κατά των γκρίζων διαφημίσεων.
«Μα πως καταλάβατε ότι δεν είναι
νεκροί;» ρωτάει γεμάτος περιέργεια ο Ο’ Λύπη.
«Καταρχήν, άκουσα τους ήχους των
πυροβολισμών και κατάλαβα πως είναι άσφαιρα. Έπειτα φαντάστηκα πως το αίμα θα
είναι ψεύτικο. Και τελικώς παρατήρησα το αριστερό χέρι του λογιστή της
οικογένειας Καλικαντζέρος, το οποίο τη στιγμή που πυροβόλησε τον εαυτό του
πέταξε μυαλά πιθήκου στον τοίχο, ώστε να φαίνεται ότι ήταν τα δικά του μυαλά.»
είπε ο Καπετάν Μπάτσος χωρίς να χάνει το θριαμβευτικό του ύφος ούτε στιγμή.
«Και πως γνωρίζετε ότι πρόκειται
για μυαλά πιθήκου;»
«Έχω δει το Indiana Jones I»
«Όμως αυτοί είναι πραγματικά
νεκροί.» είπε έκπληκτος πάλι ο επιθεωρητής καθώς έλεγχε το σφυγμό του Ιάσωνα.
«Έχουν πάρει μια ειδική ουσία
που σταματά το χτύπο της καρδιάς και φαίνεται ότι έχεις πεθάνει. Πρέπει να
είχαν συνειδητοποιήσει ότι τους είχα καταλάβει και σκηνοθέτησαν το θάνατό τους
ελπίζοντας πως θα τη γλιτώσουν. Όταν ξυπνήσουν στο κελί τους θα τους φύγει η
όρεξη για απάτες.» είπε ο Καπετάν Μπάτσος, χωρίς φυσικά να χάσει το
θριαμβευτικό του ύφος.
«Συγχαρητήρια Καπετάν Μπάτσε.
Χωρίς εσάς, δε θα τα καταφέρναμε.» είπε ο Ο’ Λύπη υιοθετώντας μια έκφραση
θαυμασμού.
«Απλώς έκανα το καθήκον μου.»
απαντάει ταπεινά ο Καπετάν Μπάτσος, χάνοντας το θριαμβευτικό ύφος που
πιθανότατα θα τα ‘χε πρήξει στους αναγνώστες.
«Έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως
έχετε ξεπεράσει τη φήμη της συγγραφέας ντεντέκτιβ.» λέει ο επιθεωρητής
συνεχίζοντας να έχει αυτήν την έκφραση θαυμασμού.
«Ευχαριστώ, αλλά δεν ακούω τις
φήμες.» απάντησε ο Καπετάν Μπάτσος που παρόλο το σχόλιο ήταν κολακευτικό δεν
του άρεσε να το συγκρίνουν με τη συγγραφέα ντεντέκτιβ.
Ο Καπετάν Μπάτσος άφησε τον επιθεωρητή
κι έφυγε για το ξενοδοχείο του, για να ξεκουραστεί. Την άλλη μέρα ξεμπάρκαρε
πρωί πρωί με το καράβι του, την «Άπνιχτη Σκύλα» και ήθελε να ‘ναι ξεκούραστος
ΤΕΛΟΣ
27/02/2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου