«Η γνωριμία με τον… Χάρο»
Ο Χάρος είχε πάει στην κόλαση. Επισκεπτότανε τον φίλο του τον Δικέρατο,
ο οποίος ήτανε διαβολάκι στην υπηρεσία του Σατανά. Ο Δικέρατος είπε στον Χάρο:
-«Γεια σου Χάροντα! Χρόνια και ζαμάνια! Δε σε βλέπω και συχνά στα μέρη
μας!»
Ο Χάρος, που έψαχνε αφορμή για να κάνει παράπονο, απάντησε:
-«Εμ βέβαια! Πώς να έρθω; Αφού τρέχω μέρα, νύχτα! Ούτε βλέφαρο δεν
κλείνω!»
Ο Δικέρατος, που θεωρούσε, πως κουραζότανε κι αυτός πολύ, αποκρίθηκε:
-«Τι να λέμε τώρα; Όλοι τρέχουμε στις μέρες μας….»
Ο Χάρος, όμως δεν αφήνει καρφίτσα να πέσει κάτω, οπότε λέει:
-«Κάτσε καλά βρε Δικέρατε! Όλα κι όλα! Εσύ δουλεύεις οχτάωρο! Σα
δημόσιος υπάλληλος είσαι! Τσουρουφλίζεις τον ένα, σιγοβράζεις τον άλλο!
Σπουδαία πράγματα!»
-«Δε λέω, εγώ δουλεύω με ωράριο! Σε αυτό έχεις δίκιο! Αλλά λίγο το
έχεις να βλέπεις σάρκες να καίγονται; Έχω συναισθήματα κι εγώ! Αφού το σωματείο
του επιπέδου μου έχει ζητήσει από τον Σατανά να μας φέρει ψυχολόγο!»
Ο Χάρος δεν γνώριζε τίποτα για την ιεραρχία των διαβολάκων και γι’ αυτό
διατύπωσε την παρακάτω ερώτηση:
-«Επίπεδο; Τι εννοείς;»
Ο Δικέρατος πήρε ύφος καθηγητή με τέσσερα διδακτορικά κι άρχισε να εξηγεί:
-«Τι νομίζεις Χάροντα μου; Τυχαία τα έχω τα δύο κέρατα; Αν με γνώριζες
πριν δέκα χρόνια θα έβλεπες ότι είχα μόνο ένα κέρατο! Όσα περισσότερα τα χρόνια
προϋπηρεσίας, τόσο περισσότερα και τα κέρατα! Λένε πως αν ο Εωσφόρος πάρει την
επίσημη μορφή του, δεν θα τον αναγνωρίσει κανείς από την πληθώρα κεράτων!»
Ο Χάροντας εντυπωσιασμένος απ’ αυτά που ακούει, θέλει να μάθει
περισσότερα, οπότε ρωτάει:
-«Τι λες βρε Δικέρατε; Ώστε έτσι; Και πότε με το καλό θα ανέβεις στο
τρίτο κέρατ… εχμ συγνώμη επίπεδο;»
Επειδή το παράπονο δεν λείπει από κανένα πλάσμα, γι’ αυτό το λόγο ο
Δικέρατος απάντησε τα εξής:
-«Άστα βρε Χάροντα! Τι να σου λέω! Ότι μου κλέβουνε χρόνια; Ότι δεν μου
κολλάνε όλα τα ένσημα: Παίζει πολύ ρόλο να έχεις δημόσιες σχέσεις κι εγώ δεν
είμαι καλός σε αυτά! Όμως δεν θα τηγανίζω αμαρτωλούς σε όλη μου τη θητεία! Άσε
μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει η καρδιά μου! Αλήθεια, εσύ με τόσους που
σκοτώνεις δεν σε κυνηγούν οι ερινύες;»
Κι ο Χάρος με σοβαρό ύφος απαντά:
-«Όχι βέβαια! Είναι φίλες μου!»
Ο Δικέρατος ενθουσιάζεται και γι’ αυτό του λέει:
-«Σοβαρά; Έχεις τέτοιες γνωριμίες; Είσαι στα μεγάλα κλιμάκια εσύ!»
Πλέον ο Χάρος γελάει, καθώς απολαμβάνει το θαυμασμό, που τρέφει ο
διαβολάκος για το πρόσωπό του και συνεπώς λέει:
-«Πλάκα έκανα! Δεν έχω τύψεις, γιατί δεν τους σκοτώνω εγώ! Απλώς είναι
η ώρα τους! Εγώ είμαι εκεί για να τους παραλάβω! Διαδικαστική είναι η δουλειά
μου, αλλά πρέπει να είμαι παντού όλη την ώρα. Αν υπήρχαν πολλοί Χάροι θα με
εξυπηρετούσε, γιατί τότε θα προλάβαινα να…»
Εκείνη τη στιγμή διακόπτεται από το κινητό του κι αρχίζει να μιλάει:
-«Ναι; Έλα Πετράκο! Τι κάνει η παλιοπαρέα; Νοσταλγείτε τα παλιά ε; Θα
ξαναδείτε δράση στην Δευτέρα παρουσία μωρέ…. τέλος πάντων! Πρέπει να παραλάβω μια γριούλα; Αυτή τη
στιγμή; Καλά, εντάξει, σε κλείνω!»
Ο Δικέρατος απορημένος ρώτησε:
-«Σε ποιον Πετράκο μιλούσες;»
Κι ο Χάροντας με περήφανο ύφος απαντά:
-«Στον Άγιο Πέτρο φυσικά! Μιλάω σε πολλές οντότητες, αλλά αυτό είναι
μια άλλη ιστορία! Βιάζομαι, μια γιαγιά έφαγε πολύ κανταΐφι και δεν το άντεξε!
Ποιος θα τρέξει όμως; Εγώ! Δεν υπάρχει άλλος!»
Ο υπεύθυνος θανάτων χαιρέτησε τον Δικέρατο κι έφυγε, για να «παραλάβει»
τη γιαγιάκα.
***
«Η λιχούδα γιαγιά»
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι παρακολουθούσε τηλεόραση κι ο άντρας είχε πλέον
κοιμηθεί, οπότε η γυναίκα του, του είπε:
-«Κοιμήθηκες γέροντά μου!» είπε ξυπνώντας τον και μετά πρόσθεσε:
«Πάω να φέρω τα βραδινά σου φάρμακα!».
Κι ο παππούς, που μόλις ξύπνησε και δεν καταλάβαινε τι γινότανε, είπε:
-«Ποιος θα έρθει; Α! Εσύ είσαι… ναι τα φάρμακα… δίκιο έχεις…» και πάλι
έκλεισε τα μάτια του για να ξεκουραστεί.
Η γιαγιά σηκώθηκε νωχελικά και άρχισε να πηγαίνει προς την κουζίνα,
όπου είχε τα φάρμακα του γέρου. Όταν έφτασε εκεί, όμως είδε ένα ξεχασμένο γλυκό
του εγγονού της και σκέφτηκε, καθώς της αρέσανε τα γλυκά:
«Πω πω! Τι ωραίο γλυκό! Τα μικρά
παιδιά δεν δίνουν το σεβασμό που πρέπει στις νόστιμες λιχουδιές! Δεν τα
παρατάνε έτσι μοναχούλια τους τα γλυκάκια!
Ας φάω λίγο…», σκέφτηκε
η γιαγιά, αλλά εννοούσε πως θα το φάει όλο. Ούτε τρεις κουταλιές δεν έφαγε και
ξαφνικά ένιωσε παράξενα… όλα σκοτεινιάσανε ξαφνικά. Όχι πολύ αργότερα, ξύπνησε,
αλλά αντιλαμβανότανε τα πράγματα διαφορετικά. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι
ακριβώς ήτανε διαφορετικό, πάντως αισθανότανε ανάλαφρη, σα να μην έχει βάρος.
Ήταν μέσα στην κουζίνα κι έβλεπε τον εαυτό της να κάθεται στην καρέκλα, μα δεν
έτρωγε πλέον το γλυκό: Τα χέρια της κρεμόντουσαν προς τα κάτω και το πρόσωπό
της ήταν βουτηγμένο μες στο γλυκό. Απόρησε που είδε τον εαυτό της σε αυτήν την
κατάσταση κι είπε:
-«Εγώ είμαι αυτή; Τι έχω κι είμαι έτσι;».
Ακούστηκε μια βροντερή φωνή πίσω της να λέει:
-«Εσύ ήσουνα αυτή…»
Η γιαγιά παραξενευμένη και τρομαγμένη, καθώς είχε δει πολλές ταινίες,
ρωτάει:
-«Εσύ είσαι ο δολοφόνος από το Scream;»
Ο Χάρος φυσικά δεν κατάλαβε με ποιον τον μπέρδευε, παρόλο που η στολή
του δολοφόνου, από τη συγκεκριμένη ταινία, θύμιζε την εμφάνιση του Χάρου, αλλά
ο τελευταίος δεν έβλεπε τηλεόραση. Γι’ αυτό απάντησε:
«Μη φοβάσαι! Δε θα σε δολοφονήσει κανείς… είσαι ήδη νεκρή!»
Και η γιαγιάκα, που μόλις συνειδητοποίησε τι της συνέβηκε, με
τρομαγμένη φωνή του λέει:
-«Πέθανα; Να χαρείς τα νιάτα σου, άσε με να ζήσω λίγο ακόμη!»
Ο Χάρος συνηθισμένος από τέτοιες αντιδράσεις, αντιμετώπισε την
κατάσταση με χιούμορ:
-«Δεν ξέρεις πως η ζωή είναι σαν τον ύπνο;»
Η γιαγιάκα, όμως δεν καταλάβαινε, κι έτσι τον ρώτησε:
-«Τι εννοείς»
Κι ο υπεύθυνος θανάτων αποκρίθηκε χαμογελαστά:
-«Εννοώ ότι όπως ο ύπνος δεν είναι ποτέ αρκετός, έτσι και η ζωή. Όλοι
θέλουν πέντε λεπτάκια ακόμη!»
Η γιαγιά όμως δεν συμμεριζότανε το χιούμορ του Χάρου και προσπαθώντας
να τον καλοπιάσει, είπε με γλυκιά φωνή:
-«Άσε με λίγο ακόμη. Ίσα ίσα να πάω το φάρμακο στον αντρούλη μου και
σου υπόσχομαι πως δε θα ξαναφάω γλυκό. Το ορκίζομαι στην ζωή μου!»
Ο Χάροντας γέλασε με την ψυχή του και όταν σταμάτησε, πρόσθεσε:
-«Έλα μην κάνεις έτσι! Δεν θα πας στην κόλαση! Ήσουν καλή γιαγιά! Δεν
θες να συναντήσεις τον Άγιο Πέτρο στην πύλη του παραδείσου;»
Η γιαγιά συλλογίστηκε πως θα πάει στον παράδεισο κι έτσι άλλαξε
νοοτροπία λέγοντας:
-«Θα έχει γλυκά στον κήπο της Εδέμ;»
Στον Χάρο δεν του έκανε καθόλου εντύπωση, που η γιαγιάκα ξέχασε έτσι
εύκολα την υπόσχεσή της και για να την καθησυχάσει της είπε:
-«Δεν έχει γλυκά, αλλά μπορείς να φας όσα μήλα θες!»
Η γιαγιά, όμως νομίζει πως ο Χάρος την παραμυθιάζει, οπότε του λέει:
-«Καλά δουλεύεις μια πεθαμένη γυναίκα μεγάλης ηλικίας; Αφού τα μήλα
είναι απαγορευμένα! Οι πάντες το γνωρίζουν αυτό!»
Ο Χάροντας διασκέδαζε την άγνοια που έχουν οι νεοπεθαμένοι, οι οποίοι
είναι σαν τους νεόπλουτους. Οι δεύτεροι δεν γνωρίζουν την αξία του πλούτου, ενώ
οι πρώτοι δεν έχουν ιδέα για την αξία της ζωής μετά το θάνατο. Συνεπώς της είπε
όντας πολύ σοβαρός:
-«Τα μήλα ήταν απαγορευμένα. Πλέον, είναι το πιο δημοφιλές φρούτο στον
παράδεισο! Και κάτι που οι ζωντανοί δεν ξέρουν για μένα: Σε αντίθεση με τους
προαναφερθέντες εγώ λέω πάντα την αλήθεια!».
Σαν να το άκουσε αυτό η γιαγιά ανακουφίστηκε κι έπειτα από λίγο ο
υπεύθυνος θανάτων πρόσθεσε:
-«Έλα μαζί μου! Θα σε παραδώσω στον Άγιο Πέτρο.» και η γιαγιά νιώθοντας
γαλήνη ακολουθούσε τον Χάροντα. Εν τω μεταξύ έλαβε ένα μήνυμα στο κινητό του
για ένα πούλμαν το οποίο βγήκε εκτός δρόμου κι όλοι οι επιβαίνοντες πέρασαν την
πύλη του επόμενου κόσμου.
***
«O
«Πυρσός» έσβησε!»
Το πούλμαν ταξίδευε στον Όλυμπο για τουρισμό. Η ποδοσφαιρική ομάδα
«Πυρσός» έκανε και τις διακοπές της συντροφικά. Υπήρχε καλό κλίμα, αφού όλοι
τραγουδούσανε:
-«Μέγας ο Πυρσός!
Είναι σαν Θεός!
Όλους τους νικά!
Και τους κατακτά!»
Ήτανε ηλιόλουστη μέρα και κανονικά ο οδηγός του πούλμαν δε θα είχε
πιει, αλλά η αρραβωνιαστικιά του, τον είχε αφήσει και ένιωθε χάλια ψυχολογικά
το προηγούμενο βράδυ. Γι’ αυτό το λόγο οδηγούσε νευρικά κι απρόσεκτα. Παρόλα
αυτά, οι παίκτες της ομάδας δεν καταλάβαιναν τίποτα, καθώς βρισκόντουσαν σε
τρελό κέφι. Σε μια στροφή, ο οδηγός, που τα είχε πιει, δεν υπολόγισε καλά, με
αποτέλεσμα το πούλμαν να πέσει στο γκρεμό. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα τα
τραγούδια και οι χαρές σταματήσανε. Τίποτα δεν ήτανε ίδιο. Πρώτος μίλησε ο
τερματοφύλακας:
-«Μα καλά πριν από λίγο δεν ήταν μέρα; Ποιος έσβησε τα φώτα;».
Ο αριστερός μπακ, ο οποίος τα έπαιρνε όλα κυριολεκτικά, απάντησε ως
εξής:
«Τα φώτα του πούλμαν έτσι κι αλλιώς σβηστά ήτανε, αφού υπήρχε ήλιος!»
Ο τερματοφύλακας, όμως, που κάτι τέτοιοι τύποι του έφερναν εμετό,
αμέσως είπε αγανακτισμένα:
-«Είναι δυνατόν να μην κατάλαβες ότι ήταν ένας συμβολισμός; Τα φώτα
υποτίθεται πως είναι ο ήλιος!»
Ο αριστερός μπακ, όμως ήταν χαμηλών τόνων και δεν αρπαζότανε, γι’ αυτό
αποκρίθηκε ήρεμα και χαμηλόφωνα:
-«Που να το καταλάβω εγώ; Ένας ταπεινός ποδοσφαιριστής είμαι εγώ!»
Ο αρχηγός της ομάδας, ο επιθετικός, το κλασικό 11άρι, ήθελε να πάρει το
«παιχνίδι» πάνω του με ήρεμο τρόπο:
-«Ψυχραιμία συμπαίκτες μου! Θα υπάρχει μια λογική εξήγηση! Τα φαινόμενα
απατούν πολλές φορές και γι’ αυτό…» δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό που ήθελε να
πει, επειδή όλοι είχαν στρέψει την προσοχή τους αλλού, καθώς μια σκοτεινή
φιγούρα είχε ξεπροβάλει στον ορίζοντα…
Ένας ψηλός, μαυροντυμένος, με κουκούλα και μ’ ένα σιδερένιο δρεπάνι
περπατούσε προς το μέρος τους. Ο μέσος, το 10άρι, που ήταν απίστευτος πλακατζής
είπε γελώντας:
-«Φίλε άργησες για τις αποκριές! Άσε, που το κουστούμι σου είναι
ξεπερασμένο!»
Ο Χάρος φανερά ενοχλημένος, απαντά με αυστηρό ύφος:
-«Τέτοια ασέβεια δεν έχω δει ποτέ μου!». Έκανε μια παύση και για να
τους τακτοποιήσει πρόσθεσε:
«Ειδικά από νεκρούς!»
-«Νεκρούς; Όπως λέμε πεθαμένους;» ρώτησε ο αριστερός μπακ, που δεν
μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι είχανε πεθάνει. Ο τερματοφύλακας, όμως δεν
έχασε ευκαιρία να τον πειράξει:
-«Νεκροί! Το αντίθετο των ζωντανών! Δεν υπάρχουμε πλέον!»
Ο Χάρος, όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Προετοίμαζε μια
καλή φάρσα στον πλακατζή και γι’ αυτό είπε, κρύβοντας με μαεστρία την χαρά του:
-«Υπάρχουν, παρόλα αυτά, καλά νέα!»
Ο πλακατζής, το 10άρι, μονολότι είχε πεθάνει, δεν είχε χάσει το χιούμορ
του:
-«Ανέβηκαν οι μετοχές μας;»
Ο Χάρος όντας πολύ σοβαρός ξαναπήρε το λόγο:
-«Κάποιοι από εσάς θα πάνε στον παράδεισο!». Πλέον, η όρεξη για
χιούμορ, από την πλευρά του μέσου, είχε φανερά περιοριστεί, παρόλα αυτά, ίσως
από την δύναμη της συνήθειας, είπε χωρίς να γελάσει ούτε ο ίδιος, προσπαθώντας
να κρύψει το φόβο του:
-«Θα έχουμε καλά διαμερίσματα στον παράδεισο;»
Κανείς δεν γέλασε και ο Χάρος πήρε τη σκυτάλη του λόγου:
-«Θα ανακοινώσω με τα ποδοσφαιρικά σας νούμερα, αυτούς που θα εισέλθουν
στην μόνιμη κατοικία του Θεού!»
Ο μέσος, που εκτός από αστεία έπαιζε και πολύ τζόγο, είπε με
ευχαρίστηση:
-«Ωραία! Θα είναι σαν την κλήρωση του λόττο!» και τη φράση αυτή τη
διαδέχτηκε η φωνή του Χάρου, την οποία όλοι την περιμένανε με την αγωνία να
κορυφώνεται:
-«Το 11 είναι πλέον ευτυχισμένο!». Τα λόγια αυτά έκαναν τον αρχηγό του
«Πυρσού» να χαρεί και να δεχτεί τα συγχαρητήρια από τους υπόλοιπους παίχτες της
ομάδας του, εκτός από τον τερματοφύλακα, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε έντονα:
-«Τρελάθηκες; Αυτός ο χασογκόλης; Αυτός δεν μπορεί να μου βάλει γκολ
ούτε κι αν τυφλωθώ!».
Ο Χάρος, όμως είπε σοβαρά:
-«Μην ξεσπάτε σε μένα! Δεν παίρνω εγώ τις αποφάσεις!»
Το «γελαστό δεκάρικο», έτσι θα έλεγαν τον μέσο αν ήταν ινδιάνος, δεν
έχασε την ευκαιρία να σαρκάσει γι’ άλλη μια φορά:
-«Απλώς υπάλληλος είσαι δηλαδή!».
Ο Χάρος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε ακάθεκτος:
-«Ο επόμενος τυχερός είναι το 3!» και σαν ξεστόμισε αυτά τα λόγια ένα
χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του αριστερού μπακ. Όλοι του έδωσαν
συγχαρητήρια, αλλά ο τερματοφύλακας για άλλη μια φορά δεν ήπιε αυτό το ποτήρι,
χωρίς να παραπονεθεί:
-«Αυτός, που ντρεπότανε να διώξει την μπάλα από την άμυνά μου; Οι
αντίπαλοι επιθετικοί τον προσπερνούσανε σαν να ήτανε χελώνα!»
Ο Χάρος συνέχισε να λέει νούμερα και στο τέλος μείνανε το 1 και το 10,
με άλλα λόγια ο παραπονιάρης τερματοφύλακας και ο αναιδής, χιουμορίστας, μέσος.
Αν παλλότανε ακόμα η καρδιά τους, θα ακουγότανε μέχρι την κορυφή του Ολύμπου! Η
λαχτάρα τους ήταν μέγιστη! Ο Χάρος είπε πονηρά:
-«Ένας από εσάς θα μπει για πάντα στον Οίκο του Θεού! Το 10…», όμως δεν
πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και ο γκρινιάρης τερματοφύλακας τον διέκοψε:
-«Αυτός θα πάει στον παράδεισο; Μια σέντρα της προκοπής δεν έβγαζε! Οι μπεκάτσες
είχαν αφανιστεί από τα σουτ του!». Ο χιουμορίστας, ωστόσο, είχε την απάντηση
έτοιμη:
-«Μην ανησυχείς, από εκεί που θα ‘μαι, θα σου στέλνω μπόλικες βεντάλιες
για να μην ζεσταίνεσαι και πάθεις τίποτα!»
Ο Χάρος πλέον χαμογελούσε και τους διέκοψε λέγοντας:
-«Ήθελα να πω πως το 10 και το 1 θα πάνε στην κόλαση, καθώς ο
τελευταίος που θα πάει στον παράδεισο είναι ο οδηγός!».
Ο οδηγός του πούλμαν πήγε δίπλα στους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές, οι
οποίοι είχαν κάνει μια σειρά και περίμεναν τον Χάρο να τους πάει στο τελευταίο
τους ταξίδι. Ο τερματοφύλακας είπε φανερά για να τους σαρκάσει:
-«Μην αφήσετε τον οδηγό να σας πάει!», την φράση αυτή την διαδέχτηκε
μια νευριασμένη του μέσου:
-«Μα αυτός μας έστειλε στην κόλαση! Του αξίζει να πάει στον παράδεισο;»
Κι ο Χάρος απαθέστατα και γελώντας απαντάει:
-«Τι ξέρω εγώ; Ένας υπάλληλος είμαι μόνο!»
***
«Τα
παράπονα των Θεών!»
Ο Δίας και η Ήρα βρισκόντουσαν πάνω από τον Όλυμπο και κοιτούσαν ένα
αεροπλάνο να περνάει. Ο πρώτος έλεγε:
-«Να του ρίξω ένα κεραυνό;»
Η Ήρα απαντάει με τόσο ενθουσιασμό, που φαίνεται ότι βγαίνει από μια
αιώνια βαρεμάρα:
-«Ρίξε του, ρίξε του!»
Ο Δίας ψάχνει απεγνωσμένα τριγύρω του κι επειδή δε βρίσκει τίποτα, λέει
απεγνωσμένα:
-«Μα που άφησε ο Ήφαιστος τους κεραυνούς;»
Εντελώς αναπάντεχα θα του απαντήσει ο Χάρος! Θ’ αναρωτηθούν οι
αναγνώστες:
-«Πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;»
Η απάντηση είναι φυσικά κι όχι! Απλώς ο Χάρος κάνει και κοινωνικές
επισκέψεις, ο οποίος λέει:
-«Πάνε οι εποχές, που κυβερνούσατε τον κόσμο Δία μου! Ο Ήφαιστος έχει
χιλιάδες χρόνια να φτιάξει κεραυνούς!»
Ο Δίας χωρίς να νιώθει καθόλου φόβο, που αντικρίζει τον Χάρο, αλλά
όντας απορημένος από την παρουσία του τελευταίου, αποκρίνεται ως εξής:
-«Χάροντά μου τι έκπληξη είναι αυτή; Σε τι οφείλουμε την τιμή της
επίσκεψής σου;»
Μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια ο Δίας, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο
σκιερό πρόσωπο του Χάρου, ο οποίος είπε:
«Νομίζω Δία πως έχεις πάθει αλτσχάιμερ!»
Ο Δίας, που δεν έχει ενημερωθεί για τις ασθένειες του σύγχρονου κόσμου,
απαντά γεμάτος απορία:
-«Τι εννοείς Χάροντά μου;»
Ο Χάρος προσπαθώντας να μη βάλει τα γέλια, καθώς σέβεται τον Δία, αποκρίνεται:
-«Πως το λένε απλά; Έχεις παππουδιάσει! Έχεις γεροντική άνοια!»
Ο Δίας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει, οπότε ρώτησε:
-«Γιατί το λες αυτό;»
Ο Χάρος, με την παρακάτω φράση, αποκαλύπτει στους αναγνώστες τα λόγια
του ίδιου περί κακής μνήμης, αλλά προσθέτει μυστήριο στην όλη υπόθεση:
-«Βρε Δία, εσύ ο ίδιος με πήρες στο κινητό μου, πριν ένα μήνα και μου
είπες πως έχεις κάτι σοβαρό να μου πεις! Το ξέχασες;»
Ο Δίας απαντά όντας αστειευόμενος:
-«Μα που να θυμάμαι τι έκανα πριν ένα μήνα; Εδώ δε θυμάμαι τι έφαγα
χτες!» και καθώς είπε αυτό έβαλε τα γέλια. Όμως ο Χάρος δεν κατάλαβε το αστείο
και τον κοιτούσε σαν χάνος. Η Ήρα το κατάλαβε αυτό και είπε επεξηγηματικά και
συνάμα αγανακτισμένα:
-«Κάθε μέρα αμβροσία τρώμε! Αηδία έχει καταντήσει πια! Να τρώγαμε και
καμιά πίτσα!». Η Ήρα γνώριζε τα κατατόπια της σύγχρονης εποχής. Ο Δίας ως
ενοχλημένος σύζυγος αποκρίθηκε:
-«Το νου σου συνέχεια στον φαγητό έχεις! Όλο καταβροχθίζεις! Κάνε λίγο
κράτη! Έχεις στρογγυλέψει επικίνδυνα!».
Η Ήρα αμέσως το πήρε πατριωτικά κι απάντησε με πολύ θυμό:
-«Τι εννοείς «επικίνδυνα»; Μήπως θα με χωρίσεις; Ρε αχάριστε πόσες
χιλιάδες χρόνια είμαι μαζί σου; Νομίζεις κάποια άλλη θα ανεχότανε τις…». Όμως η
Ήρα δεν πρόλαβε να συνεχίσει, καθώς την διέκοψε ο Χάρος φανερά ενοχλημένος:
-«Μα καλά, με καλέσατε εδώ για να τσακώνεστε μπροστά μου; Έχω και
δουλειές ξέρετε! Άνθρωποι πεθαίνουν ανά την υφήλιο κι εγώ πρέπει να είμαι εκεί
να τους παραλαμβάνω!».
Ο Δίας όντας συγκαταβατικός ως προς τον Χάρο και ταυτόχρονα
στριμωγμένος από την γυναίκα του, είπε
αρχικά:
-«Ναι γλυκιά μου, έχει δίκιο ο Χάρος. Πρέπει να του πούμε γιατί τον
καλέσαμε!» κι αφού κατεύνασε η Ήρα, ο Δίας πρόσθεσε:
-«Να! Βλέπεις πως εδώ και πολύ καιρό είμαστε έξω από το «παιχνίδι»!
Σημαντικές αποφάσεις παίρνονται κάθε μέρα για το μέλλον του κόσμου κι εμείς δεν
συμμετέχουμε σε αυτές! Το ίδιο νιώθει κι ο αδερφός μου!» και τελειώνοντας την
φράση του, την σκυτάλη του λόγου λαμβάνει ο Άδης, ο οποίος βρισκότανε εκεί,
αλλά ήταν σιωπηλός.
-«Απαράλλαχτα θα στα πω κι εγώ βρε Χάρε μου! Όλοι πάνε στον παράδεισο
του Χριστού ή του Αλλάχ! Κανένας δεν πληρώνει το αντίτιμο, για να έρθει στον
κάτω κόσμο, που διοικώ εγώ!».
Ο Χάρος, παρόλο που δεν καταλαβαίνει που το πάνε οι Θεοί, κάνει μια
παρατήρηση:
-«Η αλήθεια είναι ότι μετά την σταύρωση του Χριστού τα πράγματα πήραν
άλλη τροπή». Ο Δίας, που δεν μπορεί να χωνέψει τον «εκθρονισμό» του, λέει:
-«Κι αυτός ο Μεγαλοδύναμος Πατέρας δεν ντράπηκε ν’ αφήσει τον Γιο του
να πεθάνει στο σταυρό;»
Ο Χάρος, όμως δεν τα αφήνει έτσι αυτά τα λόγια να περάσουν και γι’ αυτό
αντιλέγει:
-«Δία μου, επίτρεψέ μου να σου πω, ότι εσύ ήσουν χειρότερος ως
μπερμπάντης κι αδιόρθωτος! Πόσους νόθους γιους σκαρφίστηκες και τους παράτησες
στην τύχη τους;»
Σαν το άκουσε αυτό η Ήρα, πήρε θάρρος και χωρίς να χάσει χρόνο,
παραπονέθηκε λέγοντας:
-«Πες τα Χάρε μου! Σαν δεν ντρεπόταν λίγο! Δεν τους τιμούσε τους
ανδρικούς μανδύες, που φορούσε!». Κι ο Χάρος, σα να κάνει το σύμβουλο ζευγαριών,
είπε:
-«Κι εσύ Ήρα μου δεν πήγαινες πίσω! Όλους τους γιους του άντρα σου τους
καταριόσουνα και προσπαθούσες να τους σκοτώσεις! Όπως τότε με τον Ηρακλή, όταν
ήταν ακόμη μωράκι!»
Η Ήρα προσπαθώντας να μετριάσει τις εντυπώσεις, λέει:
-«Πως κάνεις έτσι για δύο φιδάκια; Ίσα-ίσα που του έβαλα δοκιμασίες και
τον έκανα πιο άντρα! Αλλά ας τ’ αφήσουμε αυτά! Περασμένα ξεχασμένα!»
Στην παρέα αυτή βρίσκεται και η Αφροδίτη, λέγοντας κι αυτή τα δικά της
παράπονα:
-«Οι σημερινοί νέοι δεν φλερτάρουν όπως παλιά! Ούτε με ερωτεύονται!»
Χωρίς να προλάβει να πει τίποτα ο Χάρος, αφού στη συνέχεια μίλησε η
Άρτεμις, η οποία είπε:
-«Οι κυνηγοί δεν κάνουν θυσίες σε μένα! Μα ούτε και σέβονται τα
θηράματά τους! Το κάνουν λες κι είναι κάποιο είδους άθλημα! Σε λίγο θα το
βάλουν και στους ολυμπιακούς αγώνες!». Δεν πρόλαβε ν’ αρθρώσει λέξη πάλι ο
Χάρος, καθώς η Εστία μίλησε με πίκρα για την τωρινή κατάσταση:
-«Οι σημερινές γυναίκες είναι εξώλης και προώλης! Δεν κοιτάνε το σπίτι
τους!». Ο Χάρος πήγε ν’ απαντήσει, αλλά προτού βγάλει κιχ, τον σταμάτησε ο
Απόλλωνας, λέγοντας:
-«Οι σύγχρονοι ποιητές δε με τιμούν για την έμπνευσή του! Αχαριστία το
λέω εγώ αυτό!». Ο Χάρος δεν έκανε τον κόπο να μιλήσει, καθώς είδε την Αθηνά
φουριόζα έτοιμη να πει:
-«Η νεολαία έχει αποβλακωθεί με τα κουτιά, που σε κάνουν να ξεχνάς και
τ’ όνομά σου!». Ο Χάρος είχε εκνευριστεί, αλλά παρόλα αυτά δεν μίλησε ακόμα.
Τον λόγο πήρε ο Ποσειδώνας, ο οποίος είπε παραπονεμένα κι αυτός:
-«Οι ναυτικοί του σήμερα, χωρίς την πυξίδα τους δε βρίσκουν ούτε το
μαγειρείο του πλοίου τους! Ένα κύμα να τους ρίξω και κάνουν εμετό! Θαλασσόλυκοι
της μπανιέρας!». Δεν πρόλαβε καλά-καλά να τελειώσει την φράση του ο Ποσειδώνας
και τον διαδέχτηκε στην ομιλία ο μονίμως θυμωμένος Άρης, ο οποίος έξαλλος είπε:
-«Στρατιώτες πλέον δεν υπάρχουν, όλοι τους το παίζουν στρατηγοί! Και σα
να μην έφτανε αυτό, οι πάντες πλέον είναι κότες, αφού πολεμάνε εξ’ αποστάσεως!
Πάνε οι παλιές, καλές εποχές, όπου παλεύαμε σώμα με σώμα!».
Ο Χάρος ήξερε, πως δεν πρόκειται να μιλήσει αν δεν ολοκληρωθεί το καρέ
της ντουζίνας των Θεών, οπότε ο Ερμής είπε γεμάτος σύγχυση, αφού ένιωθε
αδικημένος κι αυτός:
-«Η εξέλιξη της τεχνολογίας με έχει τσακίσει! Εξαιτίας των κινητών
νιώθω άχρηστός, καθώς έχω χάσει την δουλειά μου! Άσε που έχω πάρει κιλά από την
ακινησία και δεν με κρατάν τα φτερά μου πλέον!».
Τελευταίος ο Ήφαιστος πρόσθεσε κι αυτός πικρόχολα:
-«Τα σημερινά μαραφέτια μπορεί να είναι πολύπλοκα, αλλά δεν έχουν την
αντοχή που είχαν στην εποχή μου!».
Για λίγη ώρα επικράτησε σιωπή. Αφού σιγουρεύτηκε ο Χάρος, ότι δε θα
μιλήσει κάποιος άλλος, είπε αγανακτισμένα:
-«Εγώ τι φταίω για όλα αυτά; Εσείς θέλετε ομάδα ψυχοθεραπείας! Τι να
κάνουμε οι καιροί αλλάζουν! Τίποτα δεν μένει στάσιμο!».
Η Ήρα τσιγκλώντας τον Δία είπε:
-«Πες του αγάπη μου γιατί του τα είπαμε όλα αυτά!» κι ο Δίας πήρε
διστακτικά τον λόγο:
-«Να βλέπεις, έχουμε θάρρος μαζί σου από τις παλιές, καλές εποχές και
θα θέλαμε… πώς να το πω… Ο Ήφαιστος να κατασκεύαζε αυτά τα σύγχρονα
αντικείμενα, ο Ποσειδώνας να κάνει κι αυτός καμιά τρικυμία που και που, οι
κυνηγοί να υμνούν την Άρτεμις, εγώ να ρίχνω κάνα κεραυνό και για να μην στα
πολυλογώ άλλο… εννοώ να πάρουμε κι εμείς μερτικό από το παιχνίδι!»
Ο Χάρος τα είχε χάσει πλέον κι εντελώς απορημένα είπε:
-«Πως περιμένετε να γίνει αυτό;»
Ο Δίας όντας πάλι διστακτικός είπε:
-«Να… αν έλεγες στον Παντοδύναμο κάτι για την περίπτωσή μας…»
Ο Χάρος πλέον, που καταλαβαίνει πια πως έχουν τα πράγματα λέει ειρωνικά:
-«Φυσικά και θα Του πω… είστε περίπτωση! Νομίζετε πως μετράει ο λόγος
μου; Απλός υπάλληλος είμαι! Δουλεύω κι έχω χάσει πόσο χρόνο ακούγοντας τις
βλακείες σας!»
Ο Δίας πήγε να πει δικαιολογητικά:
-«Νομίζαμε ότι ένας άντρας με το δικό σου κύρος θα…» μα δεν συνέχισε,
καθώς τον διέκοψε το κινητό του Χάρου, ο οποίος απαντώντας το είπε:
-«Ναι; Έπεσε το αεροπλάνο που πέταγε πάνω από τον Όλυμπο; Καλά σε λίγα
λεπτάκια θα ‘μαι εκεί!» και συνεχίζει λέγοντας στους θεούς του Ολύμπου:
-«Ορίστε έγινε το δικό σας! Πάει το αεροπλάνο…», ο Χάρος κάνει μια
παύση κι έπειτα δίνει μια απάντηση στα παράπονα όλων:
-«Τι να σας πω… Όλα κάποτε τελειώνουν! Θεωρείστε πως βγήκατε στην
σύνταξη! Βρείτε ένα χόμπι, ας πούμε διαβάστε ένα βιβλίο! Για παράδειγμα, την
Ιλιάδα του Όμηρου, όπου εκεί θα θυμηθείτε τις κακίες… εχμ συγνώμη, τα
κατορθώματά σας! Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε πηγαίνετε σε έναν ψυχολόγο!
Εδώ και η κόλαση έχει, ώστε να δουλεύουν καλύτερα τα διαβολάκια!». Ο Δίας τότε
απάντησε:
-«Λες βρε Χάρε μου να αποκτήσουμε τέτοιες ασχολίες; Δεν το είχαμε
σκεφτεί ποτέ μου!», μα τότε η Ήρα έξαλλη διαδέχεται το λόγο:
-«Ώστε έτσι αντρούλη μου; Δεν το έχουμε σκεφτεί ποτέ; Πόσες φορές σου έχω
πει βρε ανεπρόκοπε να αρχίσεις βάρη ή να διαβάσεις το «Η ζωή δεν είναι βαρετή,
αλλά ο τρόπος που την βλέπετε», ε; Πόσες;». Ο Δίας γνωρίζοντας, πως δεν θα
γλιτώσει εύκολα, ευχαρίστησε τον Χάρο για την παρέμβασή του και ο τελευταίος
έφυγε για την καινούργια του αποστολή.
***
«Πτήση,
χωρίς στάσεις, κατευθείαν στον παράδεισο»
Το αεροπλάνο
"Ναδίρ" ξέφυγε από την πορεία του, για ανεξήγητους λόγους και
συγκρούστηκε με το έδαφος. Υπήρχαν αρκετοί επιζώντες, αλλά αυτοί δεν θα μας
απασχολήσουν ιδιαίτερα, καθώς ο Χάρος κοιτάει μόνο τους νεκρούς. Ο Σαμ είναι
ένας μεσήλικας, αμερικάνος επιχειρηματίας, ο οποίος δεν κατάφερε να συνεχίσει
το ταξίδι στην Ελλάδα. Το συνεχίζει, όμως στην "άλλη" ζωή. Μόλις
συνήλθε από το σοκ του θανάτου, γύρισε προς το μέρος της γυναίκας του και της
είπε:
-«Αγάπη μου είσαι
καλά; Ευτυχώς επιβιώσαμε από την σύγκρουση!»
Μα η γυναίκα του,
Ελίζαμπεθ, ήταν αναίσθητη και δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο Σαμ προσπαθεί να την σκουντήσει,
αλλά μάταια, αφού δεν μπορούσε καν να την αγγίξει. Άρχισε να αισθάνεται
περίεργα, σαν να είναι άυλος. Τα πάντα σκοτεινιάσανε και τότε εμφανίστηκε μια
ψηλή, μαυροντυμένη φιγούρα, η οποία κρατούσε ένα δρεπάνι στο δεξί χέρι. Ο Σαμ
δεν κατάλαβε ποιος ήταν κι έτσι του είπε χαρούμενα:
-«Ήρθες για να μας
σώσεις; Η γυναίκα μου είναι κάπου εδώ, δίπλα μου, αλλά δεν την βλέπω όμως,
γιατί είναι πολύ σκοτεινά».
Ο Χάρος ήξερε πως ο
νεκρός δεν συνειδητοποιεί αμέσως το θάνατό του κι έτσι είπε, χωρίς καθόλου
τακτ:
-«Είσαι νεκρός
πλέον! Ξέχνα την γυναίκα σου!»
-«Δηλαδή είσαι
πράγματι ο Χάρος; Είσαι, όπως σε περιγράφουν στα κόμικς και στις ταινίες!» είπε
ο Σαμ, που άρχιζε να συνέρχεται.
-«Μόνο στις
απόκριες αλλάζω κουστούμι!» είπε ο Χάρος όντας αστειευόμενος.
Ο Σαμ, όμως
πίστευε, πως όλα διαπραγματεύονται κι έτσι έκανε μια πρόταση στον Χάρο:
-«Δε μου λες βρε
Χάρε; Έχω μια βίλλα στην Καλιφόρνια! Αν στην δώσω, ίσως θα μπορούσα να γυρίσω
πάλι στην οικογένειά μου…»
Ο Χάρος, που δεν
έχανε ευκαιρία να δουλέψει τους νεκρούς, είπε γελώντας από μέσα του:
-«Έχει πισίνα η
βίλλα;»
Ο Σαμ αμέσως χάρηκε
από την ερώτησή του Χάρου, καθώς νόμιζε, πως θα επιστρέψει στην ρουτίνα της
ζωής του κι έτσι αποκρίθηκε:
-«Έχει μια πισίνα
σαν θάλασσα! Θα κολυμπάς αμέτρητες ώρες!» και στη συνέχεια πρόσθεσε με
ικανοποίηση, αφού νόμιζε ότι είχαν φτάσει σε συμφωνία:
-«Αφού τα βρήκαμε,
να γυρίσω πίσω στη γυναίκα μου…»
Ο Χάρος αυτή τη
φορά γέλασε δυνατά κι είπε:
-«Μα καλά τι με
πέρασες; Κτηματομεσίτη; Θα περάσεις λίγο καιρό στον παράδεισο και μετά θα
επιστρέψεις στη ζωή με άλλο σώμα! Κάποια πράγματα δεν είναι υπό
διαπραγμάτευση!»
Το ύφος του Χάρου
δεν άφησε περιθώρια στον Σαμ ν’ αμφιβάλει για το αν θα επιστρέψει στην
προηγούμενη ζωή του. Ο τελευταίος πρόσθεσε:
-«Ώστε είναι
αλήθεια, πως υπάρχει μετεμψύχωση! Στον παράδεισο θα με βρει η γυναίκα μου;»
Ο Χάρος, όμως είχε
όρεξη για αστεία κι έτσι απάντησε περιπαικτικά:
-«Αυτό το λες
επειδή είσαι νιόπαντρος! Αν σε βρει η γυναίκα σου εκεί πέρα, μόνο παράδεισος
δεν θα είναι! Για σκέψου: Μια αιώνια κρεβατομουρμούρα! Θα είσαι πλέον χωρίς
οικογενειακές ή επαγγελματικές υποχρεώσεις!»
-«Μάλλον δίκιο
έχεις…» ψέλλισε ο Σαμ, που άρχισε να δέχεται την καινούργια πραγματικότητα.
-«Τώρα κάτσε εσύ
εδώ και θα ξανάρθω. Έχω να μαζέψω κι άλλους νεκρούς!» είπε ο Χάρος και
προχώρησε προς το μέρος του αεροπλάνου, που κάποτε ήταν η πρώτη θέση. Όπως
περπατούσε, είδε κάποιον επιβάτη, από την πρώτη θέση, να του κάνει νόημα να
πάει εκεί λες κι ήταν αεροσυνοδός. Ο Χάρος πλησίασε και με ύφος μαιτρ είπε:
-«Θέλει κάτι ο
κύριος;»
Ο «κύριος»
αγανακτισμένος και συνάμα παρατηρητικός, μίλησε όντας κατακόκκινος από το θυμό:
-«Φυσικά και θέλω!
Έχω παραγγείλει αστακό και σαμπάνια εδώ και μια ώρα! Υποτίθεται πως η εταιρία
σας έχει καλή εξυπηρέτηση! Κι επιπλέον, τι κουρέλια είναι αυτοί οι μαύροι
χιτώνες που φοράτε;»
Το αφεντικό των
νεκρών είπε ειρωνικά:
-«Συγνώμη για την
καθυστέρηση! Το φαγητό σας είναι έτοιμο! Θα το φάτε εδώ ή να το κάνω πακέτο για
τον παράδεισο;»
Ο «κύριος» άρχισε
να νιώθει παράξενα. Καταρχήν, δεν πεινούσε πλέον κι έπειτα τ’ αστεία του Χάρου
δεν του φάνηκαν τόσο χιουμοριστικά, οπότε αποκρίθηκε:
-«Στον παράδεισο;
Τι εννοείς;»
-«Εννοώ πως είσαι
ολίγον τι νεκρός!» απάντησε ο υπεύθυνος θανάτων δείχνοντας παντελή έλλειψη
διπλωματίας!
-«Το δρεπάνι που
κρατάς… Ώστε είσαι ο Χάρος! Όπως σε περιγράφουνε είσαι!» είπε ο «κύριος», που
άρχισε να δέχεται την κατάστασή του.
-«Αν είχα ένα ευρώ
για κάθε φορά που μου το λένε αυτό…Είμαι έτσι για να με αναγνωρίζουν πιο εύκολα
οι νεκροί!» είπε ο Χάρος με χιούμορ, αλλά κι επεξηγηματικά.
Ο «κύριος» είχε
εύλογες απορίες, οπότε ρώτησε:
-«Πως είναι στον παράδεισο;»
-«Έχει όσες γυναίκες θες, μπόλικο αλκοόλ, ναρκωτικά, τυχερά παιχνίδια
και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς!» απάντησε ο υπεύθυνος θανάτων, που είχε
όρεξη για καλαμπούρι. Ο «κύριος», όμως τα έχαψε και είπε με φωτισμένο πρόσωπο:
-«Αλήθεια; Θα είναι φανταστικά! Ανυπομονώ να πάω!».
Το αφεντικό των νεκρών δεν μπορούσε να πιστέψει το γεγονός ότι ο «κύριος»
ήταν τόσο ευκολόπιστος, γι’ αυτό πρόσθεσε:
-«Μα καλά είναι δυνατόν να είστε τόσο κορόιδα οι άνθρωποι; Είναι
δυνατόν ο παράδεισος, ένα μέρος άυλο, να στηρίζεται στις γήινες απολαύσεις;
Χρησιμοποιείστε και μια φορά αυτό που ονομάζετε νου! Τέλος πάντων, πήγαινε όλο
ευθεία και στο τέλος του διαδρόμου θα σε περιμένει ένας συνταξιδιώτης για τον
παράδεισο! Εγώ πάω να ψάξω κι άλλους νεκρούς.».
Ο «κύριος» άκουσε ευλαβικά τον Χάρο και ξεκίνησε για το μέρος, που
βρισκότανε ο Σαμ.
Λίγο παρακάτω βρισκόντουσαν τρεις όμορφες, νεαρές κοπέλες αλλά μόνο οι
δύο από αυτές είχαν έρθει στα λημέρια του Χάρου. Η Μαρία είχε «ξυπνήσει» πρώτη
στο νέο της κόσμο και σκούντηξε την Καίτη, για να της κάνει παρέα. Μάταιη
προσπάθεια, καθώς η Καίτη ήταν από τις τυχερές του αεροπλάνου. Λίγο αργότερα,
«συνήλθε» η Σοφία και μίλησε αμέσως, με ένα τόνο ανάλαφρο:
-«Αισθάνομαι πολύ περίεργα! Σα να μην έχει σημασία, αν θα κάνω δίαιτα ή
όχι!». Η Μαρία συμφώνησε κάπως φοβισμένα:
-«Έχεις δίκιο! Δεν είναι πολύ παράξενο;». Της Σοφίας όμως της άρεσε αυτή
η αίσθηση και δεν είχε καταλάβει αυτό που διαισθανότανε η Μαρία, αλλά δεν
μπορούσε να το εξηγήσει, οπότε απάντησε χαρούμενα:
-«Χαλάρωσε λίγο βρε Μαράκι! Ο,τιδήποτε ωραίο και χαλαρωτικό εσένα σε
ξινίζει! Θα νιώθουμε έτσι, γιατί πιστεύω πως επιβιώσαμε από μια επικείμενη καταστροφή.
Άλλωστε, ξέρεις Μαρία, πως, ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατή!». Αυτά τα
τελευταία λόγια της Σοφίας, τα διαδέχτηκε ένα σκοτάδι και η έλευση ενός
μαυροντυμένου και ψηλού κύριου με το δρεπάνι στο ένα χέρι. Η Σοφία είπε τότε
ενθουσιωδώς:
-«Να! Είδες που σου έλεγα; Τα σωστικά συνεργεία ήρθανε!». Όμως, η Μαρία
είχε άλλη άποψη και με φωνή, που μόλις ακουγότανε, απάντησε:
-«Ξέρεις… δε νομίζω πως ήρθε για να μας σώσει ο κύριος…». Ο Χάρος τότε
ανέλαβε δράση, λέγοντας:
-«Ήρθα για να σας σώσω από την ρουτίνα της καθημερινότητας της ζωής! Οι
ανησυχίες για το αν θα αρέσεις ή θα κάνεις παιδιά Μαρία, είναι πλέον παρελθόν!». Η Μαρία, που
συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, έμπηξε τα κλάματα. Η Σοφία, που κοιμότανε τον
ύπνο του δικαίου, μίλησε κατά την γνώμη της ενθαρρυντικά προς την Μαρία:
-«Είναι στιγμές Μαρία μου, να βάζεις τα κλάματα; Ο κύριος, που μας
έσωσε τη ζωή, μόλις σου έκανε πρόταση γάμου! Θα έπρεπε να χαίρεσαι!» και αμέσως
μετά γυρνάει προς το μέρος του Χάρου, προσθέτοντας: «Το όνομά σας ευγενικέ ιππότη μας;». Ο Χάρος,
που μετά βίας δεν έβαζε τα γέλια, απάντησε με στόμφο:
-«Θα σας απαντήσω περιφραστικά δεσποινίς Σοφία, καθώς έχετε μόνο το
όνομα, αλλά όχι και την χάρη. Είμαι αυτός που θερίζει τους νεκρούς και τους
ξανασπέρνει στην καινούργια κατοικία τους!». Η Σοφία μπορεί να μην ήταν τρομερά
οξυδερκής, αλλά ήταν όμως εκπληκτικά ευέλικτη, για αυτό απορρόφησε γρήγορα τα
δεδομένα και πέρασε στην αντεπίθεση, λέγοντας:
-«Ξέρεις Χαρούλη, μπορώ να σε λέω Χαρούλη; Έχω ένα πολύ ωραίο τατουάζ.
Είναι χαμηλά στην σπονδυλική μου στήλη. Να το!», καθώς είπε αυτά, έδειξε το
τατουάζ στον υπεύθυνο θανάτων. Στη συνέχεια πρόσθεσε:
«Νομίζω σκέφτεται και η Μαρία να κάνει τατουάζ. Δείξε στον Χαρούλη, που
σκέφτεσαι να το κάνεις!». Η Σοφία ταυτόχρονα σκέφτηκε, πως αν η Μαρία είχε
κάνει όντως τατουάζ, τώρα θα βρισκόντουσαν σε πλεονεκτική θέση διαπραγμάτευσης.
Εν τω μεταξύ η Μαρία λέει:
-«Να εδώ στον βραχίονα θα έκανα ένα φτερωτό άγγελο.» και η Σοφία την
μαλώνει χαμηλόφωνα:
-«Βρε κουφιοκέφαλη, οι ζωές μας έχουν χαθεί! Τι έχεις να χάσεις πια
πουριτανή γυναίκα;». Έπειτα από την παρότρυνση της Σοφίας, η Μαρία γίνεται πιο
πικάντικη και κατεβάζοντας αρκετά την μπλούζα της, δείχνει το αριστερό της
στήθος, προσθέτοντας:
-«Να εδώ θα έκανα το αγγελάκι…». Ο Χάρος διασκεδάζει την όλη φάση και
προσποιείται τον γοητευμένο, λέγοντας:
-«Τι τυχερό αγγελάκι!». Η Σοφία «τσιμπάει» και οπλίζει τον εαυτό της με
νάζι και σκέρτσο:
-«Θες να δεις Χαρούλη, που θα κάνω εγώ, το καινούργιο τατουάζ μου; Να
εδώ… ανάμεσα από τα πόδια μου… Βάλε το χέρι σου να καταλάβεις τι εννοώ…» και
τελειώνοντας την φράση της, του κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. Ο Χάρος απαντά
ειρωνικά:
-«Αυτό που κρατά το δρεπάνι ή το άλλο;»
Η Σοφία, παρότι νεκρή, εξοργίζεται και απαντά με νευριασμένο ύφος:
-«Δεν καταλαβαίνω τι σε χαλάει; Δυο όμορφες νέες κοπέλες; Πολλοί θα
σκότωναν για μια τέτοια φαντασίωση! Εκτός αν δεν μπορείς να εκπληρώσεις τα
καθήκοντά σου…».
Ο Χάρος απαντά γελώντας:
-«Τα καθήκοντά μου; Δεν ήξερα ότι είμαστε παντρεμένοι!», έπειτα παίρνει
το αυστηρό του ύφος και λέει:
-«Η δωροδοκία, σε οποιαδήποτε μορφή, είναι σοβαρό παράπτωμα! Για αυτό
συμμορφωθείτε, πηγαίνετε εκεί που θα σας δείξω και περιμένετε εκεί». Τα λόγια
αυτά του Χάρου αμέσως επιβάλανε την τάξη και οι
δύο ομορφονιές πήραν τον δρόμο όπου βρισκόντουσαν και οι προηγούμενοι.
Καθώς προχωρούσε βαθύτερα, σε ό,τι είχε μείνει από την
ανατολική πτέρυγα του αεροπλάνου, άρχισε να ακούει κάποιο μελωδικό ήχο και όσο
πλησίαζε στη θέση 17γ καταλάβαινε πως κάποιος τραγουδούσε! Έστησε το αυτί του
για να ακούσει, επειδή ήταν πολύ περίεργος. Το τραγούδι πήγαινε κάπως έτσι:
-«Απ’ τις καταστροφές επιβιώνω,
απ’ τις αναποδιές γλιτώνω,
είμαι πολύ τυχερός,
εντελώς σκανδαλωδώς!»
Το αφεντικό των θανάτων χαμογέλασε, ακούγοντας αυτό το εύθυμο
τραγουδάκι κι έπειτα πλησίασε τον ανυποψίαστο τραγουδιστή, λέγοντας του:
-«Ωραίο τραγουδάκι. Έχεις ωραία φωνή. Πως και τόσα κέφια;». Ο
τραγουδιστής έβαλε τα γέλια, λες και του είπαν το πιο αστείο ανέκδοτο στον
κόσμο. Απάντησε, συνεχίζοντας να γελά κι απορημένα:
-«Γιατί να μην έχω κέφια παρακαλώ; Μόλις επέζησα από ένα αεροπορικό
δυστύχημα! Καλά από ποιον πλανήτη έρχεσαι εσύ;». Ο Χάρος, χωρίς να σκεφτεί τα
συναισθήματα του τραγουδιστή καθόλου, απαντά ειρωνικά:
-«Από τον πλανήτη των νεκρών! Σε ένα μέρος όπου θα πας κι εσύ!» και
λέγοντας αυτά, του έδειξε περιπαικτικά το δρεπάνι του. Ο τραγουδιστής, παρότι
συντετριμμένος, μιλά μελωδικά και συνάμα λυπημένα:
-«Άδοξα τελείωσε η ζωή,
δίχως χρώμα κι ούτε μουσική!», ο Χάρος όμως, είχε άλλη άποψη:
-«Αδικείς τον εαυτό σου με αυτά που λες! Δίχως μουσική… αφού τραγουδάς
τόσο ωραία! Μην ανησυχείς όμως, θα συνεχίσεις να τραγουδάς στον παράδεισο!». Ο
τραγουδιστής, παρόλο την καθησύχαση για το μέλλον του, δεν έμεινε ήρεμος και
γι’ αυτό πρότεινε:
-«Δεν θέλω να φανώ πλεονέκτης… καλός ο παράδεισος, αλλά πίσω στην γη ήταν
όλα καταπληκτικά. Με την γυναίκα μου, μπορεί να χώρισα, αλλά τα παιδιά με
αγαπούσανε. Δεν ήμουνα διάσημος τραγουδιστής, αλλά αγαπώ την δουλειά μου και
μπορεί να μην πληρώνομαι τον τελευταίο καιρό, αλλά τα βγάζω βόλτα. Επιπλέον,
παρόλο που τον τελευταίο καιρό μου διαγνώσανε ζάχαρο, έπαιρνα τα φαρμακάκια μου
και όλα πηγαίνανε μια χαρά κι εκτός αυτού…», ο Χάρος δεν άντεξε άλλο και τον
διέκοψε όντας απαυδισμένος, μα συνάμα χαμογελαστός:
-«Σε παρακαλώ μην συνεχίζεις άλλο, γιατί μου φαίνεται πως θα αυτοκτονήσω!
Μου φαίνεται πως ο πιλότος σου έκανε την χάρη και σε έριξε εδώ πέρα! Μην το
σκέφτεσαι καλύτερα, θα το συνηθίσεις! Άκου και μένα, που έχω χρόνια πείρας!», ο
τραγουδιστής ήταν απτόητος όμως και για αυτό συνέχισε:
-«Ξέρεις δεν έχω πολλά λεφτά…», δεν πρόλαβε να συνεχίσει και πάλι
διακόπηκε από τον Χάρο, ο οποίος καταλάβαινε που το πήγαινε ο προηγούμενος:
-«Αυτό το έπιασα! Πες μου κάτι, που δεν ξέρω!». Ο μελωδικός άντρας
απάντησε:
-«Σε παρακαλώ σεβάσου ότι είμαι νεκρός και μην με ειρωνεύεσαι. Αυτό που
θέλω να σου πω είναι ότι παρατήρησα πόσο σου άρεσε το τραγούδι μου και γι’ αυτό
είμαι διατεθειμένος να κάτσω εδώ όσο χρειάζεται, μέχρι να σε μάθω να τραγουδάς!
Τι έχεις να πεις για αυτό;» και σαν ολοκλήρωσε την φράση του έλαμψε ολόκληρος
λες και είχε κάνει την πρόταση του αιώνα! Ο Χάρος έχοντας όρεξη για να
διασκεδάσει, απαντά σοβαρά:
-«Αυτό είναι θαυμάσια ιδέα!» και ο μελωδικός άντρας, που τον πιστεύει,
καθώς κρέμεται από τα χείλια του αφεντικού των θανάτων, λέει με ενθουσιασμένο
ύφος:
-«Αλήθεια; Αυτό είναι υπέροχο! Πότε θες να αρχίσουμε;». Ο Χάρος όμως,
χωρίς να δείχνει καθόλου έλεος, απαντά με ειρωνικό ύφος:
-«Ήδη το φαντάζομαι: Εγώ θα είμαι η κεντρική φωνή και αναλόγως αν ο
«συγχωρεμένος» πάει στον παράδεισο ή στην κόλαση, αντιστοίχως θα με συνοδεύουνε
αγγελάκια ή διαβολάκια! Εσύ τι έχεις να πεις για αυτό;». Ο τραγουδιστής εντελώς
απογοητευμένος πλέον, λέει με ισχνή και ταυτόχρονα γλυκιά φωνή:
-«Έπεσε η αυλαία,
τα φώτα σβήσανε μοιραία,
τώρα θα μείνω στο σκοτάδι,
σε ένα μόνιμο βράδυ.». Ο Χάρος απάντησε συμπονετικά, καθώς τον άγγιξε η
αντίδραση του μελωδικού άντρα:
-«Έλα τώρα, ο παράδεισος δεν είναι όπως εδώ. Είναι ωραίο μέρος! Θα σου
αρέσει! Πήγαινε εκεί, όπου θα σου υποδείξω με το δρεπάνι μου». Σαν άκουσε αυτά
τα λόγια, ο μελωδικός άντρας υπάκουσε σαν καλό παιδί. Ο Χάρος κινήθηκε πάλι,
προς την πρώτη θέση του αεροπλάνου. Καθώς προχωρούσε, άκουσε μια αντρική, αλλά
όχι και τόσο αρρενωπή φωνή να λέει γεμάτη ελπίδα:
-«Νεαρέ έλα δω να με βοηθήσεις!» και σαν πλησιάζει το αφεντικό των
θανάτων, ο άντρας, με την όχι και τόσο αρρενωπή φωνή, βγάζει μια στριγκλιά κι
έπειτα προσθέτει:
-«Αγαπητέ φίλε μου, μπορεί να πέσαμε με αεροπλάνο, αλλά παρόλα αυτά
τίποτα δεν δικαιολογεί το κακόγουστο ντύσιμό σου! Μάλλον δεν έχεις ιδέα από
μόδα, έτσι δεν είναι; Μην ντρέπεσαι να το παραδεχτείς!» κι ο Χάρος παίρνει ως
αφορμή αυτό το σχόλιο, για να τον πειράξει:
-«Σοβαρά; Τι λες θα μου πήγαινε;» κι αμέσως ο γυναικωτός άντρας πέφτει
μέσα στην παγίδα κι απαντά:
-«Χμ… σε φαντάζομαι με ένα κόκκινο ανατολίτικο μανδύα, με ένα χρυσαφί τουρμπάνι
και μια μπλε μπέρτα, καθώς μου φαίνεσαι άνθρωπος με πολύ κύρος, παρόλα τα
κουρέλια που φοράς!». Ο Χάρος ήταν διχασμένος, αφενός ήθελε να σκάσει στα
γέλια, αφετέρου επιθυμούσε να συνεχίσει το αστείο, οπότε είπε με σοβαρό, γεμάτο
θαυμασμό ύφος:
-«Από αυτά που μου λες, καταλαβαίνω ότι πρέπει να είσαι σπουδαίος
μόδιστρος!». Ο μόδιστρος χάβει τα λόγια του Χάρου κι απαντά με τόνο υπεροπτικό:
-«Νεαρέ μου, απ’ ό,τι καταλαβαίνω εγώ, πρέπει να ζεις στον κόσμο σου!
Είμαι ο Νικ Τακ κι έχω κριθεί σε τρεις ηπείρους! Δεν περιμένω ένα παιδαρέλι σαν
και σένα να μου κάνει κριτική!». Ο Χάρος απαντά ατάραχα:
-«Έχετε δίκιο κύριε Νικ Τακ, είμαι από ένα πολύ διαφορετικό κόσμο, όχι
απ’ αυτό που συνηθίζατε να ζείτε!». Ο κοσμογυρισμένος μόδιστρος έπιασε αμέσως
το υπονοούμενο κι άρχισε ταυτόχρονα να συνειδητοποιεί την θέση του, αλλά
μιλούσε σαν υστερική γυναίκα:
-«Δηλαδή αυτό ήτανε; Τετέλεσθαι; Μα δεν φορώ τα κατάλληλα ρούχα για την
περίσταση! Τι ειρωνεία, που είναι, να φύγω με λευκό σμόκιν! Και δεν μου λες βρε
Χάρε; Είναι οριστικό αυτό;». Ο υπεύθυνος θανάτων άλλο που δεν ήθελε να ακούσει,
οπότε είπε ειρωνικά:
-«Δηλαδή τι περιμένεις εσύ; Ξέρεις κανέναν, που να γύρισε πίσω ή μήπως πέρασες
την επόμενη ζωή κάνα δικαστήριο, όπου μπορείς να κάνεις έφεση για αλλαγή της
απόφασης; Και δεν θέλω να ακούσω τίποτα για τον Λάζαρο, γιατί όταν
ξαναειδωθήκαμε μου είπε-Πάλι εσύ εδώ;». Ο γυναικωτός μόδιστρος όμως, δεν πήρε
το μήνυμα κι επέμενε σχεδόν εκνευριστικά:
-«Ναι βρε Χάρε μου έχεις δίκιο, αλλά συνέβη ξαφνικά κι έχω κάποιες
εκκρεμότητες. Είχα μόλις σχεδιάσει την καινούργια καλοκαιρινή κολεξιόν, η οποία
είχε το όνομα-Μαυρισμένο Τζιτζίκι, κι όπως καταλαβαίνεις πρέπει να επιστρέψω.
Φυσικά δεν θα σε αφήσω παραπονεμένο! Δεν θα φοράς πλέον αυτά τα παλιομοδίτικα
ρούχα, αλλά τα δικά μου, που θα είναι ειδικά σχεδιασμένα για εσένα! Τι λες;». Ο
Χάρος συνεχίζοντας την ειρωνεία, λέει χαμογελαστά πάντα:
-«Οφείλω να ομολογήσω, πως λυπάμαι πολύ, που θα χάσω τέτοια ευκαιρία…
ρούχα της φίρμας-Νικ Τακ, αλλά μην ανησυχείς θα σχεδιάζεις τις στολές των
αγγέλων! Είμαι σίγουρος πως αυτοί θα είναι χαρούμενοι, που θα φορούν τα ρούχα
σου!». Ο κύριος Νικ Τακ, παρόλο την επισήμανση για τον προορισμό του, συνέχισε
να έχεις ενστάσεις:
-«Ναι, δεν λέω, καλός είναι ο παράδεισος, αλλά…», δεν πρόλαβε να
αρθρώσει την επόμενη λέξη, καθώς ο Χάρος τον διέκοψε, με σοβαρό και παράλληλα
αυστηρό ύφος:
-«Αρκετά σε ανέχτηκα! Γρήγορα εκεί που θα σου υποδείξω, χωρίς άλλες
χρονοτριβές!». Ήταν τέτοια η έκφραση του υπεύθυνου θανάτων, που δεν χωρούσε
καμιά αμφισβήτηση. Ο Νικ Τακ κατευθύνθηκε προς το μέρος, όπου περίμεναν και οι
υπόλοιποι μελλοντικοί κάτοικοι του παραδείσου.
Ο Χάρος έβγαλε από την
τσέπη του την πυξίδα των νεκρών και συνέχισε την αναζήτηση. Αφού πέρασε αρκετός
χρόνος, έφτασε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει καινούργιος κάτοικος του
παραδείσου σε αυτό το δυστύχημα, οπότε έβαλε κι αυτός πλώρη για το μέρος, όπου
οι «παραδείσιοι» περιμένανε. Καθώς προχωρούσε όμως, έφτασε ένα μήνυμα στο
κινητό του, το οποίο θα άλλαζε τα σχέδιά του. Το μήνυμα ήταν αρκετά
κατατοπιστικό για το τι έπρεπε να κάνει. Σκέφτηκε-«Τα ήθελε ο πωπός τους» και
συνέχισε την πορεία του. Καθώς τους πλησίαζε, τον περίμενε μια έκπληξη. Νόμιζε
πως τον γελούσανε τα αυτιά του, αλλά ήταν σίγουρος πως άκουγε μουσική,
τραγούδια, κέφι και γέλια. Μόλις έφτασε στο σημείο, όπου βρισκόντουσαν οι φίλοι
της μεταθανάτιας περιπέτειάς μας, ήταν πλέον σίγουρος, καθώς αντίκριζε με τα
ίδια του τα μάτια τον μελωδικό άντρα να τραγουδάει ένα εύθυμο σκοπό:
-«Στον παράδεισο θα πάω,
όπου θέλω θα γλεντάω». Εν τω μεταξύ, ο Σαμ χόρευε στο ρυθμό της μουσικής,
συνοδευόμενος από την Σοφία. Η Μαρία ήτανε καθισμένη κοντά τους και χτύπαγε
παλαμάκια. Ο απαιτητικός κύριος είχε ξεχάσει τον αστακό, που είχε παραγγείλει,
κι έλεγε αστεία με τον μόδιστρο. Ο Χάρος έβαλε μια επιβλητική και βροντερή
φωνή, ώστε να σταματήσει το μεταθανάτιο γλέντι:
-«Σταματήστε!». Όλοι σιώπησαν και μόνο ο τραγουδιστής βρήκε το κουράγιο
να μιλήσει με εύθυμο τόνο:
-«Μην είσαι μουρτζούφλης,
κι εντελώς κατσούφης!». Το αφεντικό των θανάτων όμως, δεν έδωσε καμία
σημασία, σήκωσε το αδρέπανο χέρι του και χτύπησε τον αντίχειρα με τον μέσο. Την
αμέσως επόμενη στιγμή εμφανίστηκε ένα μαύρο πούλμαν, που μόνο θλίψη μπορούσε να
σε γεμίσει. Η μπροστινή πόρτα άνοιξε κι όλοι παρατηρήσανε πως δεν έχει οδηγό. Ο
απαιτητικό κύριος εξέφρασε το παράπονό του:
-«Μα καλά είναι μεταφορικό μέσο αυτό, για να μας πάει στον παράδεισο;».
Ο Χάρος πάλι δεν απάντησε κι απλώς έτεινε το δρεπανοειδές χέρι του, αυτή τη
φορά, υποδεικνύοντάς τους να μπούνε μέσα. Υποθέσανε πως αυτή είναι η τυπική
διαδικασία. Μόλις κάτσανε όλοι, ο Χάρος έπιασε το τιμόνι και η πόρτα έκλεισε.
Το ταξίδι ξεκίνησε και η παρέα πάλι ευθύμησε, με τον μελωδικό άντρα να τραγουδά
και τους υπόλοιπους να ακολουθούν ρυθμικά:
-«Από τον κόσμο έφυγα,
μα τελείως ξέφυγα,
απ’ τον εργοδότη μου,
της θλίψης σηματοδότη μου». Καθώς συνεχίζανε την πορεία τους, η
θερμοκρασία είχε αρχίσει να ανεβαίνει, οπότε η Σοφία αναρωτήθηκε:
-«Κάνει πολλή ζέστη ή εγώ ζεσταίνομαι;» και σαν είπε αυτά τα λόγια
έβγαλε την μπλούζα της. Ο μόδιστρος, που συμμεριζότανε την άποψή της, πρόσθεσε
με ύφος πιο θηλυπρεπές από αυτό της Σοφίας:
-«Ναι κορίτσι μου, έχεις δίκιο! Μα καλά δεν έχει κλιματιστικό αυτό το
καταραμένο πούλμαν;» κι έπειτα έβγαλε μια βεντάλια και την κούνησε επιδεικτικά
μπροστά από το πρόσωπό του. Το κλίμα ξαφνικά πάλι βάρυνε κι ο απαιτητικός
κύριος διαμαρτυρήθηκε έντονα:
-«Πότε θα φτάσουμε στον προορισμό μας ή πρόκειται να περάσουμε την
αιωνιότητα μέσα σε αυτό, που μόνο μεταφορικά μπορεί να παρομοιαστεί με
πούλμαν;». Ο Χάρος ατάραχα, μα συνάμα αυστηρά, απάντησε:
-«Έχουμε σχεδόν φτάσει. Θα ανοίξω τα παράθυρα του λεωφορείου, για να
δείτε την καινούργια σας κατοικία!», όπερ κι εγένετο! Όλοι τους μείνανε άφωνοι,
καθώς αντί να αντικρίσουν την υποσχόμενη, από τον Χάρο, «γη της επαγγελίας»,
είδανε με πανοραμική θέα, καθώς το πούλμαν ήταν ιπτάμενο, καζάνια με αμαρτωλούς
και διαβολάκια να τους βασανίζουνε! Οι φίλοι της παρέας νιώθανε προδομένοι και
θυμωμένοι, αφού πιστεύανε πως ήταν θύματα μιας αρρωστημένης φάρσας του Χάρου
και περιμένανε εξηγήσεις. Πρώτος μίλησε έξαλλα ο απαιτητικός κύριος:
-«Μας κορόιδεψες! Υποσχέθηκες παράδεισο!». Ο μόδιστρος των τριών
ηπείρων έκανε σαν εξαγριωμένη Κατινίτσα:
-«Θα έπρεπε να το φανταστώ, πως ένας κουρελής σαν κι εσένα, είναι πολύ
μπαμπέσης!». Η Σοφία δεν ήθελε να παραδεχτεί το θυμό της και εξέφρασε το
παράπονό της περιφρονητικά, εκπροσωπώντας και την φίλη της:
-«Μας το έπαιζες και ηθικός!». Ο μελωδικός άντρας έμεινε πιστός μέχρι
το τέλος ως προς το επάγγελμά του και τραγούδησε με λυπητερό σκοπό:
-«Θα γίνω βραστός,
ίσως και τηγανητός,
αφού προδόθηκα,
στην κόλαση παραδόθηκα». Τελευταίος ο Σαμ, χωρίς να έχει χάσει την
τελευταία του ελπίδα, είπε:
-«Ξέρεις ποτέ δεν είναι αργά για αυτήν την βίλλα…», μα ο Χάρος δεν
μπορούσε να περιμένει άλλο, καθώς το πούλμαν είχε προσγειωθεί στην κόλαση,
οπότε είπε με αυστηρότατο και συνάμα όμως επεξηγηματικό ύφος:
-«Μόνοι σας γυρίσατε το κλειδί, όπου ανοίγει την πόρτα της κόλασης,
αφού προσπαθήσατε να με εξαγοράσετε! Δεν μετράει μόνο τι κάνατε στη ζωή, αλλά
και η στάση που κρατήσατε απέναντι στο θάνατο! Μόνο οι δειλοί προσπαθούν να
εξαγοράσουν την ζωή τους με ποταπά πράγματα! Και σα να μην έφτανε αυτό, είχατε
εξασφαλισμένη θέση στον παράδεισο! Ιδού το σφάλμα σας, ιδού και η κόλαση!».
Μόλις σταμάτησε να μιλά ο Χάρος, όλοι ανατριχιάσανε και η πόρτα του πούλμαν άνοιξε.
Στην έξω πλευρά της θύρας στεκότανε ένα διαβολάκι, που τους είπε:
-«Καλώς τους! Σας περιμέναμε!», οπότε οι φίλοι μας κατέβηκαν από το
πούλμαν και η θύρα έκλεισε. Εκείνη τη στιγμή χτυπά το κινητό του Χάρου, ο
οποίος το σήκωσε κι έμαθε την επόμενη αποστολή του, που αφορά ένα μπάτσο κι ένα
κλέφτη. Έφυγε ολοταχώς για τον τόπο του εγκλήματος.
***
«Κλέφτες κι αστυνόμοι»
Βρισκόμαστε στο Σικάγο των Η.Π.Α. Ο Τζον είναι κάτοχος ενός μικρού
παντοπωλείου. Η μέρα προδιαγράφεται πολύ καλή, καθώς η ώρα είναι 10 το πρωί
περίπου κι αρκετοί πελάτες έχουν περάσει από το μαγαζί κι έχουν αφήσει τα δολάριά
τους. Ο Τζον είναι σπαγκοραμμένος, αφού χαμογελά μόνο σε πελάτες, όπου οι
αγορές τους πραγματοποιούνται με διψήφιο αριθμό δολαρίων. Η μεσήλικας κι άνω,
κυρία Μαίρη, αυτή τη στιγμή είναι στο ταμείο όπου είχε αγοράσει το μισό
παντοπωλείο, αφού η απόδειξη της αγοράς γράφει 43,57 $ και φυσικά το χαμόγελο
του Τζον είναι τόσο πλατύ, όσο και τα πόδια του πλατυπόδαρου! Η κυρία Μαίρη
φεύγει κι ένας μαύρος με καμπαρτίνα και γυαλιά ηλίου έρχεται. Ο Τζον τον
υποπτεύεται αμέσως και κρατά το χέρι του κάτω από τον πάγκο του ταμείου,
ακριβώς δίπλα στο κουμπί του σιωπηλού συναγερμού. Ο μαύρος, ο οποίος έχει διεισδύσει
στα εσώτερα του μαγαζιού, παίρνει καραμελίτσες για το λαιμό και κάθεται στο
διάδρομο, αναποφάσιστος για ό,τι θέλει να κάνει. Ο δείκτης των δευτερολέπτων
προχωρά αρκετά, ώστε να βασανίσει τον καμπαρτινοφόρο νεαρό, ο οποίος έχει
ιδρώσει. Όλη αυτή την ώρα σκεφτότανε:
«Να το κάνω ή όχι; Έτσι κι
αλλιώς δεν έχω να χάσω τίποτα… Από την άλλη, αν κάποιος πάθει τίποτα; Δεν θέλω
να έχω το κρίμα του… Όμως δεν έχω φάει για τρεις μέρες! Ακόμη κι αυτό το
δίκαννο το έχω κλέψει».
Ύστερα από αυτήν την εσωτερική πάλη, ο μαύρος κατευθύνεται προς το ταμείο.
Μόλις φτάνει, αφήνει τις καραμελίτσες πάνω στο ταμείο και ρωτά, όντας
αγχωμένος:
-«Τι χρωστάω κύριε;». Ο Τζον, που έχει ακόμη τα χέρια του κοντά στο
κουμπί του συναγερμού, απαντά, χωρίς να ιδρώνει το παραμικρό:
-«Είσαι κρυωμένος φιλαράκο; Μόλις 2,3 $ χρωστάς.» και φυσικά δεν
χαμογελά καθόλου, αφού τα δολάρια είναι λίγα. Ο μαύρος δεν αντέχει άλλο και
βγάζει την καραμπίνα από την καμπαρτίνα του, ενώ ταυτόχρονα ο Τζον πατά
επιδέξια το κουμπί του σιωπηλού συναγερμού. Ο άντρας με το δίκαννο στα χέρια
του, που έχει ιδρώσει πολύ πλέον κι επιπλέον το άγχος του είναι ολοφάνερο, λέει
δυνατά:
-«Γρήγορα δώσε μου όλα τα λεφτά, που έχεις στο ταμείο!», όμως παραδόξως
θα έλεγε κανείς ο Τζον δεν αγχώνεται καθόλου κι απαντά με σιγουριά:
-«Αυτό θα στο πω για το δικό σου καλό φιλαράκο. Το μαγαζί αυτό
προστατεύεται. Φύγε τώρα, που προλαβαίνεις! Βρίσκεσαι σε λάθος σημείο, για να
ληστέψεις!» Ο μαύρος βλέπει τον Τζον άνετο κι έτσι αγχώνεται ο ίδιος
περισσότερο και φαίνεται να μην τον ακούει αν κρίνει κανείς από τα λόγια του,
τα οποία τα εκφέρει απελπισμένα:
-«Δώσε μου γρήγορα τα λεφτά! Δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν! Δεν έχω
φάει για τρεις μέρες!». Ο Τζον όμως, δεν αγχώνεται ούτε στο παραμικρό κι
επιμένει:
-«Αν θες κάτι να φας, πάρε ένα μήλο και φύγε όσο προλαβαίνεις!». Ο
μαύρος δεν φαίνεται να πιστεύει τα λόγια που θα ξεστομίσει, αλλά ταυτόχρονα δεν
πιστεύει τον Τζον, ο οποίος του κάνει μεγάλη εντύπωση για την ψυχραιμία του:
-«Αν δεν μου δώσεις τα λεφτά, θα σε πυροβολήσω!», εν τω μεταξύ ένα
περιπολικό έχει σταματήσει έξω από το παντοπωλείο, αλλά ο μαύρος δεν έχει πάρει
χαμπάρι, αφού ο Τζον τον κρατά απασχολημένο, για να μην καταλάβει τον
αστυνομικό, που προσπαθεί να τον ξαφνιάσει από πίσω του, λέγοντάς του:
-«Έλα φιλαράκο άσε την καραμπίνα και κάτσε να πιούμε ένα καφέ να το
συζητήσουμε.», ο μαύρος αυτή τη φορά είναι πανικόβλητος και σχεδόν βρίσκεται σε
κατάσταση αμόκ, ο οποίος λέει:
-«Δώσε μου τα αναθεματισμένα λεφτά να φύγω!» κι επειδή βρίσκεται σε
αυτήν την κατάσταση, δεν ακούει τον αστυνομικό, ο οποίος βάζει το όπλο του πίσω
από το κεφάλι του μαύρου και λέει με ήρεμο και παράλληλα αυστηρό ύφος:
-«Κάνε την σοφή επιλογή κι άσε το όπλο πάνω στο ταμείο!», ο μαύρος
ακούγοντας αυτά τα λόγια ηρεμεί κάπως, αφού βλέπει πως δεν έχει άλλη επιλογή
και σκέφτεται σοβαρά να αφήσει το όπλο του. Ήδη σκέφτεται πως το φαί της
φυλακής είναι καλύτερο από το να μην τρως τίποτα, αλλά πάνω την στιγμή που
πρόκειται να αφήσει την καραμπίνα του, ακούει τα φαρμακερά λόγια του Τζον:
-«Άργησες Μπιλ κι αυτός ο αράπης νόμιζε πως θα ληστέψει το μαγαζί! Μα
καλά σε ποιον κόσμο ζει αυτός ο κοπρίτης;». Σαν ακούει αυτά τα λόγια, τα χάνει
ο μαύρος και σκέφτεται να πυροβολήσει πρώτα τον αστυνομικό και μετά τον Τζον,
οπότε ρίχνει μια αγκωνιά στο χέρι του αστυνομικού, ο οποίος χάνει προς το παρόν
την ισορροπία του και παραπατά προς τα πίσω. Εν τω μεταξύ, ο μαύρος έχει
γυρίσει την πλάτη στον Τζον κι έχει σημαδέψει τον αστυνομικό, αλλά ο Τζον έχει
ήδη τραβήξει αστραπιαία το όπλο, που κρατά κοντά και κάτω από το ταμείο του.
Πυροβολεί ο Τζον και πετυχαίνει τον αριστερό πνεύμονα του μαύρου, ο οποίος
αιμόφυρτος πλέον πέφτει κάτω στο έδαφος. Ο αστυνομικός και ο Τζον χαλαρώνουν,
καθώς νομίζουν ότι τον έχουν πετύχει στην καρδιά. Ο Τζον μιλά πρώτος και φανερά
εκνευρισμένος:
-«Καλά που στην οργή ήσουνα; Τσάμπα σας πληρώνω;». Ο Μπιλ όμως,
προσπαθεί να μην χάσει την ψυχραιμία του και να μετριάσει τα πράγματα:
-«Έλα Τζον, που να φανταστώ αυτόν τον ξεκάρφωτο; Υπάρχει κάποιος
παράνομος, που να μην γνωρίζει ότι το μαγαζί είναι της μαφίας; Να φανταστείς
ήρθα τόσο γρήγορα, που δεν περίμενα τον συνάδελφό μου! Πόσοι πελάτες μπαίνουν
εδώ μέσα και δεν έχουν ιδέα ότι στην αποθήκη του υπάρχουν αρκετά ναρκωτικά, για
να μαστουρώσει όλη η πόλη;». Ο Τζον ηρεμεί κάπως, αλλά παρόλα αυτά επιπλήττει
τον Μπιλ, για την απροσεξία του:
-«Κρυβόμαστε τόσα χρόνια εδώ κι εσύ θα μας ξεσκεπάσεις φωνάζοντας το
μυστικό μας!», όμως ο Μπιλ έχει έτοιμη την απάντηση:
-«Εγώ θα μας ξεσκεπάσω; Εσύ πυροβόλησες!», κι ο Τζον εκνευρίζεται κι
απαντά θυμωμένα και συνάμα αφοπλιστικά:
-«Μήπως θα ήθελες να τον αφήσω να πατήσει την σκανδάλη ο αράπης;» κι εκείνη
ακριβώς την στιγμή ο μαύρος, που τον νομίζανε για νεκρό, πιάνει την καραμπίνα
στα χέρια του και πυροβολεί τον αστυνομικό στο στομάχι, με αποτέλεσμα να
πεταχτούν τα σωθικά του τελευταίου έξω. Ο Τζον αρπάζει πάλι το πιστόλι κι
αποτελειώνει τον μαύρο. Ο μαύρος και ο Μπιλ βρίσκονται πλέον σε μια άλλη
διάσταση, αλλά δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχουν περάσει την πύλη του άλλου
κόσμου, αφού συνεχίζουν να πυροβολούν ο ένας τον άλλο, χωρίς βέβαια να υπάρχουν
στην πραγματικότητα πυροβολισμοί. Σε αυτό το σημείο καταφτάνει ο Χάρος, ο
οποίος για να βάλει την τάξη, φωνάζει:
-«Σταματήστε αυτήν την γελοία διαμάχη! Αυτά τα όπλα, που κρατάτε στα
χέρια σας, είναι νεροπίστολα πια!». Η δυνατή φωνή του Χάρου έχει ως αποτέλεσμα
να σταματήσει τις μονομαχίες και να μιλήσει ο Μπιλ:
-«Πες σε αυτόν τον μαύρο να σταματήσει να με πυροβολεί!» και ο μαύρος
απαντά θυμωμένα:
-«Δε με λένε μαύρο, αλλά Μπλακ!» κι ο Μπιλ απαντά γελαστά κι
εκνευρισμένα:
-«Το ίδιο κάνει!», αλλά σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο Χάρος πάλι με
αυστηρή φωνή:
-«Ηρεμήστε πια! Σαν μικρά παιδιά κάνετε! Δεν είστε ζωντανοί πια έτσι κι
αλλιώς!». Αυτό κάνει τα πράγματα να ηρεμήσουν και τον Μπλακ να πει:
-«Ναι έχεις δίκιο! Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι να με
πυροβολούν πισώπλατα, που σημαίνει ότι έχω πεθάνει! Γι’ αυτό νιώθω τόσο ελαφρύς
και ξένοιαστος!», αλλά αυτό πυροδοτεί τις αντιδράσεις του Μπιλ, ο οποίος λέει:
-«Μου φαίνεται πως δεν θυμάσαι μαύρε, ότι εσύ με πυροβόλησες και για
αυτό βρίσκομαι εγώ εδώ πέρα!», ο μαύρος πάλι νευριάζει κι απαντά:
-«Είπαμε Μπλακ με λένε! Πες του Χάρε!», και με αυτά τα λόγια δείχνει ο
Μπλακ στους αναγνώστες ότι όταν μικρός διάβαζε μυθολογία, ενώ ο Μπιλ μετά από
αυτήν την διαπίστωση του Μπλακ, δείχνει να τα έχει χαμένα:
-«Ο Χάρος; Δηλαδή είμαστε νεκροί; Ω Θεέ μου!» κι έπειτα μιλά το αφεντικό
των νεκρών:
-«Είναι αργά πια για προσευχές!» και ο Μπιλ αρπάζεται από τα λόγια του
Χάρου και ρωτάει απορημένος και συνάμα ως γαλίφης:
-«Τι εννοείς Χάρε μου;». Ο υπεύθυνος των νεκρών απαντά επεξηγηματικά
και ήρεμα:
-«Έχω εντολές να πάω μόνο έναν από τους δύο σας στον παράδεισο! Τώρα
όσες προσευχές και να κάνεις δεν πρόκειται να πας στον παράδεισο!» κι ο Μπιλ
θεωρώντας αυτονόητη την απάντησή του, δείχνει το σήμα του και προσθέτει:
-«Φυσικά ένας αστυνομικός σαν και μένα, όπου προστατεύω τους πολίτες από
κάτι καθάρματα σαν τον Μπλακ, θα πρέπει οι άγγελοι του παραδείσου να με
περιμένουν με ανοιχτές αγκαλιές!». Ο Χάρος απαντά χαμογελαστά, ο οποίος αυτήν
την φορά είχε τις πληροφορίες του:
-«Δεν ήσουν αστυνομικός Μπιλ, ήσουν ένας διεφθαρμένος μπάτσος, ο οποίος
βοηθούσε την μαφία να διακινεί ναρκωτικά, να κάνει εμπόριο λευκής σαρκός και
πολλά άλλα! Εκτός αυτού…», ο Μπιλ όμως, χάνει την ψυχραιμία του και μιλά,
διακόπτοντας τον Χάρο, σχεδόν σα να παραληρεί:
-«Μα αυτός ήταν ένα κατακάθι της κοινωνίας! Δεν είχε στον ήλιο μοίρα!
Εγώ πρέπει να πάω στον παράδεισο! Εγώ πρέπει να…», αυτή τη φορά διακόπτεται με
τη σειρά του από τον Μπλακ, ο οποίος λέει χαμογελαστά:
-«Εσύ πάντως θα έχεις «βραστό» μέλλον, μπάτσε, στην κόλαση!», κι ο
Χάρος, ο οποίος θέλει να σβήσει τις φλόγες, παρεμβαίνει:
-«Και οι δύο έχετε μέλλον! Απλώς είναι λίγο διαφορετικό! Του ενός είναι
λίγο ζεστό, του άλλου λίγο πιο δροσερό! Αλλά μην ανησυχείς μπάτσε… εχμ συγνώμη
Μπιλ η κόλαση δεν είναι για πάντα. Απλώς είναι ένα μέρος για να εξελιχθείς! Ο
Μπλακ μπορεί να ήταν κλέφτης, αλλά όταν είχε, έδινε στην οικογένειά του, αλλά
και στους συνανθρώπους του. Επιπλέον, ο Μπλακ είχε δώσει το νεφρό του σε έναν
λευκό φίλο του». Όμως ο μπάτσος… εχμ με συγχωρείτε ο Μπιλ είχε άλλα σχέδια κι
έτσι βγάζοντας το όπλο του σημαδεύει τον Χάρο και λέει απαιτητικά:
-«Δε με νοιάζει τίποτα από όλα αυτά! Θέλω να πάω στον παράδεισο εδώ και
τώρα!». Ο Χάρος γελάει και χτυπά τα δάχτυλα του μια φορά και το όπλο
εξαφανίζεται κι απαντά στις απειλές του Μπιλ:
-«Απλώς επιβαρύνεις την θέση σου! Εδώ δεν είναι η δικαιοσύνη των
ανθρώπων, όπου μπορείς να κάνεις τις λαμογιές σου και τα νταηλίκια σου και να
ξεφύγεις!» και συνεχίζει με όλη την αυστηρότητά του:
-«Πάψε να κάνεις σα μικρό παιδί και ανέλαβε τις ευθύνες των πράξεών σου
ως άντρας! Τώρα θα έρθεις μαζί μου για να σε πάω στην κόλαση.» κι ενώ ο Μπιλ
φαινότανε να έχει δεχτεί το πεπρωμένο του, ο Μπλακ δυσανασχετεί και το δείχνει
λέγοντας:
-«Σε όλη την ζωή μου αντιμετώπιζα ρατσισμό! Τώρα βλέπω ότι ακόμη και
στο θάνατο θα αντιμετωπιστώ έτσι! Γιατί να μην πάω εγώ πρώτος στον παράδεισο
και πρέπει να πάει πρώτα αυτός ο διεφθαρμένος μπάτσος;». Ο Χάρος έχει όμως,
έτοιμη την απάντηση, η οποία είναι:
-«Μην δυσανασχετείς Μπλακ. Αυτό είναι το πρωτόκολλο, καθώς αν αφήσω
μόνο του τον Μπιλ θα θελήσει να ξεφύγει και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι είναι
δύσκολο ακόμη και για μένα να τον εντοπίσω. Εσύ όμως θα με περιμένεις εδώ».
Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά για να ηρεμήσουν τον Μπλακ. Ο υπεύθυνος θανάτων πήγε
τους δυο φίλους μας στον προορισμό τους κι εν τω μεταξύ δέχτηκε ένα μήνυμα για
ένα αυτοκινητικό δυστύχημα ενός μεθυσμένου άντρα. Αμέσως κατευθύνθηκε προς το
μέρος εκείνο.
***
«Ο
μεθυσμένος οδηγός»
Ο Τσάρλι βρίσκεται στο μπαρ, ενώ είναι 4 τα ξημερώματα, κι ακόμη πίνει
το μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι του. Ο μπάρμαν, που βλέπει τα χάλια του Τσάρλι, του
λέει δείχνοντας πως νοιάζεται, αλλά ταυτόχρονα
είναι και ειρωνικός:
-«Τι θα γίνει Τσάρλι; Θα αδειάσεις όλο το μαγαζί μου σήμερα; Πήγαινε
σπίτι σου, στην γυναίκα σου και στα παιδία σου!», ο Τσάρλι αν δεν είχε
κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκι και μερικά σφηνάκια τεκίλα θα νευρίαζε, αλλά
τώρα απαντά ψυχρά κι απορημένα:
-«Αφού δεν έχω πια παιδιά και γυναίκα, Τζόρνταν! Γιατί μου το θυμίζεις
αυτό;» κι ο μπάρμαν αμείλικτα απαντάει:
-«Έχουμε εμείς όμως και θέλουμε να τους δούμε κάποια στιγμή σε αυτόν
τον αιώνα! Πότε θα στρίψεις από εδώ πέρα Τσάρλι;» και ο τελευταίος απαντά με
μια φυσικότητα:
-«Όταν μου δώσεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. Τότε… χικ θα φύγω!»,
ο Τζόρνταν όμως, είναι ανένδοτος και του απαντά με νταηλίκι:
-«Κοίταξε να δεις, τα κλειδιά δεν πρόκειται να τα πάρεις πίσω. Θυμάσαι
τι έγινε την τελευταία φορά, που οδήγησες μεθυσμένος; Το καλό που σου θέλω
Τσάρλι, πάρε ένα ταξί και γύρνα σπίτι σου!». Ο Τσάρλι, που έχει βρεγμένη την
φωλιά του, κάνει πως συμφωνεί και λέει σαν μικρό παιδί:
-«Εντάξει Τζόρνταν, μια τελευταία γουλίτσα μόνο!» κι ο μπάρμαν απαντά
απηυδισμένος:
-«Αυτήν την τελευταία γουλίτσα την πίνεις εδώ και τρεις ώρες! Φύγε,
γιατί αλλιώς θα σε μπαγλαρώσω με τα ίδια μου τα χέρια!» και ο μεθυσμένος έκανε
ένα θετικό νεύμα και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Εν τω μεταξύ, το κινητό
του μπάρμαν κτύπησε και φυσικά ήταν η γυναίκα του, η οποία ήταν έξαλλη, όπως
κάθε βράδυ, αφού πίστευε κι όχι αδικαιολόγητα, πως ήταν άπιστος. Όπλισε τον εαυτό
του με γλυκύτητα και διπλωματία, και σήκωσε το τηλέφωνο, αφού σκέφτηκε πως την
βραδινή παντόφλα δεν την γλιτώνει ούτε σήμερα:
-«Έλα αγάπη μου! Τι κάνεις;» και η αλαφιασμένη αγάπη τον ρωτά:
-«Με ποια γυρνάς πάλι; Όποια κι αν είναι θα έρθω εκεί και θα την
ξεμαλλιάσω!», μα ο μπάρμαν δεν παρασύρεται από τις αγριοφωνάρες της γυναίκας
του και απαντά με ήρεμο τόνο, αλλά και συνάμα παραπονιάρικο:
-«Όχι λατρεία μου, δεν είναι κάτι τέτοιο, στο ορκίζομαι! Πάλι ο
μεθύστακας είναι εδώ και… Τι ποιος μεθύστακας; Υπάρχει κάποιος άλλος μόνιμα
μεθυσμένος, εκτός από τον Τσάρλι; Έλα μωρέ που δεν θυμάσαι, αυτός που σκότωσε
την γυναίκα και τα παιδιά του, αφού έπεσε στο χαντάκι με το αυτοκίνητο! Ναι μην
ανησυχείς, εγώ δεν το αγγίζω, όταν πρόκειται να οδηγήσω! Κι εγώ σε αγαπώ! Θα τα
πούμε σύντομα!». Μόλις τελείωσε το τηλεφώνημά του, παρατήρησε πως λείπανε και
το μπουκάλι ουίσκι, αλλά και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του Τσάρλι, καθώς και ο
ίδιος ο Τσάρλι. Ο Τζόρνταν είπε νευριασμένα:
-«Ανάθεμά τον! Πρέπει να πήρε τα κλειδιά, όταν μιλούσα με την γυναίκα
μου. Δεν πάει στον αγύριστο! Τουλάχιστον θα πάω επιτέλους σπίτι μου!». Τα λόγια
του μπάρμαν ήταν αληθέστατα, καθώς ο Τσάρλι έπεσε στο ίδιο χαντάκι, όπου είχε
πέσει με την γυναίκα του και τα παιδιά του, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο
τυχερός.
Ο μεθυσμένος τριγυρνά ως φάντασμα στους δρόμους
τριγύρω από το δυστύχημα, ενώ ταυτόχρονα πίνει από το ουίσκι του, καθώς τα
αντικείμενα, που κρατάμε την στιγμή του θανάτου μας, τα παίρνουμε μαζί στον
άλλο κόσμο. Ξαφνικά-τι πιο πρωτότυπο- όλα σκοτεινιάζουν και η γνωστή σε όλους
μας φιγούρα ξεπροβάλλει, πλησιάζει τον μεθύστακα και ο τελευταίος του λέει,
δείχνοντάς του το μπουκάλι με το ουίσκι:
-«Θες λίγο;», μα ο Χάρος γνέφει αρνητικά και ο Τσάρλι επιμένει:
-«Λίγο ουίσκι κάνει καλό!», μα ο Χάρος δεν δείχνει έλεος ούτε στην
περίπτωση του μεθυσμένου φίλου μας, οπότε λέει ειρωνικά:
-«Στην περίπτωση σου το «λίγο»
ουίσκι σημαίνει πάνω από μισό μπουκάλι και μία στις δύο φορές σε στέλνει στον
τάφο!». Ο Τσάρλι ξαφνιάζεται και γι’ αυτό ρωτά απορημένος:
-«Ποιος είσαι εσύ; Μην μου πεις, άσε με να μαντέψω! Κάνας μασκοφόρος
υπερήρωας, που έρχεται να με σώσει από την μιζέρια μου;» κι ο Χάρος απαντά
χαμογελαστά, που φαίνεται να το διασκεδάζει:
-«Δεν θα μπορούσες να το πεις καλύτερα!» και ύστερα παίρνει ύφος επτά καρδιναλίων
και λέει:
-«Χάρος! Στις υπηρεσίες σας!». Σαν πει αυτά τα λόγια, τείνει το δρεπάνι
του για να «σφίξουν» τα χέρια τους. Ο Τσάρλι τα χάνει και το μπουκάλι με το
ουίσκι του πέφτει από τα χέρια του κι εξαϋλώνεται. Ο Τσάρλι, προσπαθώντας να
συνέλθει από το σοκ της συνειδητοποίησης του θανάτου, λέει κιόλας για να
καλοπιάσει το αφεντικό των θανάτων:
-«Σου υπόσχομαι τα χείλη μου δεν θα ξαναγγίξουν αλκοόλ!», μα ο Χάρος,
που δεν φαίνεται να συγκινείται, απαντά ήρεμα:
-«Είναι αργά πλέον για μετάνοιες! Σου δόθηκε μια ευκαιρία να αλλάξεις
τακτική, αλλά την πέταξες! Όταν σκοτωθήκανε τα παιδιά σου και η γυναίκα σου στο
δυστύχημα, αντί να βάλεις μυαλό, εσύ συνέχισες να βαδίζεις στον ίδιο, ποτισμένο
με αλκοόλ, δρόμο! Και ιδού τα αποτελέσματα!». Ο Τσάρλι, που δεν φαινότανε να
λαμβάνει το μήνυμα, μιλά γεμάτος ελπίδα:
-«Δηλαδή η γυναίκα μου και τα παιδιά μου με περιμένουν στον
παράδεισο;». Μόλις άκουσε τα τελευταία λόγια του Τσάρλι, ο Χάρος έβαλε τα γέλια
κι απάντησε, χωρίς να τον λυπηθεί καθόλου:
-«Είναι δυνατόν να πας στον παράδεισο μετά από την ζωή που έκανες;
Βρισκόσουνα σε μια κατάσταση μέθης συνέχεια! Τα παιδιά σου και η γυναίκα σου
όντως βρίσκονται στον παράδεισο, αλλά δεν σε περιμένουν, καθώς εσύ θα πας στην
κόλαση!». Ο Τσάρλι ένιωθε ήδη την θερμοκρασία του χώρου να αυξάνεται, παρόλο
που δεν είχε σάρκα και οστά. Αυτό συνέβαινε εξαιτίας των τύψεων του. Μίλησε
αυτή τη φορά ο Τσάρλι, δειλά-δειλά:
-«Τι βασανιστήρια με περιμένουν;» κι ο Χάρος, που δεν χάνει τέτοια
ευκαιρία για καλαμπούρι, απαντά περιπαικτικά;
-«Βασικά ψυχολογικού τύπου δοκιμασίες, όπως το να πίνουν τα διαβολάκια
αλκοόλ κι εσύ να τους παρακαλάς για μια γουλιά! Ουσιαστικά η κόλαση είναι μια
κλινική αποτοξίνωσης! Η θρησκεία της έχει δώσει μεγαλύτερες διαστάσεις και γι’
αυτό πολλές φορές λέω στους τοξικομανείς…», εκείνη την στιγμή όμως, κάτι
εντελώς αναπάντεχο συνέβη όσο για τους δυο μας φίλους, τόσο και για τους
αναγνώστες! Μα θα αναρωτηθούν οι αναγνώστες:
-«Τι θα μπορούσε να συμβεί, που
θα τρομάξει τον Χάρο τόσο πολύ, ώστε να λερώσει τα βρακάκια του;». Κι εγώ θα
σας απαντήσω απλώς και χαμογελαστά:
-«Μείνετε κοντά μας, για να
δείτε!»
Είχαμε μείνει στο σημείο, όπου ο Χάρος
διακόπηκε από ένα αναπάντεχο γεγονός. Διέκρινε στο βάθος να έρχεται μια
μαυροντυμένη φιγούρα, η οποία ήταν στις ίδιες διαστάσεις με τον ίδιο. Όταν
πλησίασε αρκετά για να τον αναγνωρίσουν, δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία για
τον ποιόν του νεοεισερχόμενου. Υπήρχε διάχυτη αμηχανία κι αυτός που έσπασε τον
πάγο, ήταν ο Τσάρλι, ο οποίος είπε νιώθοντας χαμένος:
-«Είστε… είστε δυο! Αυτή τη φορά το υπόσχομαι στη ζωή μου, δεν θα
ξαναβάλω γουλιά στο στόμα μου!». Τα λόγια αυτά τα διαδέχτηκε ο νεοεισερχόμενος,
ο οποίος ειρωνεύτηκε τον Τσάρλι:
-«Δεν είναι λίγο αργά να ορκίζεσαι στη ζωή σου Τσάρλι;». Ο Τσάρλι πήγε
να μιλήσει, αλλά δεν τον άφησε ο Χάρος, καθώς έτεινε το χέρι του, κάνοντάς του
νόημα να σωπάσει. Έτσι μίλησε ο Χάρος, για πρώτη φορά με φόβο κι αγωνία:
-«Ποιος είσαι εσύ; Γιατί είσαι ντυμένος όπως κι εγώ;». Κι ο σωσίας του
Χάρου απάντησε με δυνατή, μα συνάμα με ήρεμη φωνή:
-«Δεν είμαι ντυμένος όπως κι εσύ ανόητε! Δεν κατάλαβες ακόμη ποιος
είμαι;» και ο Χάρος απαντά σχεδόν συλλαβιστά:
-«Ο δια… διάδοχός μου;» κι ο διάδοχος του Χάρου, έχοντας πολύ κέφι,
μιλά διασκεδαστικά:
-«Τι κερδίζεις τώρα που το βρήκες; Μια ατελείωτη σύνταξη σε όποιο
παράδεισο θέλεις! Του Χριστού, του Αλλάχ ή του Βούδα;». Ο Τσάρλι δεν αντέχει να
ακούει αυτά τα πράγματα, καθώς νιώθει πως αδικείται κι έτσι κάνει την ένστασή
του:
-«Μα καλά αυτός πάει στον παράδεισο, ενώ έχει σκοτώσει άπειρους
ανθρώπους, ενώ εγώ ο κακομοίρης, που κατά λάθος μου σκότωσα τρεις, θα ψηθώ στην
κόλαση;». Λες και ήταν συγχρονισμένοι οι δύο Χάροι απαντάνε:
-«Σιωπή εσύ!». Ο γηραιός Χάρος παίρνει τον λόγο:
-«Δεν το πιστεύω! Τον τελευταίο καιρό ένιωθα κουρασμένος, αλλά ποτέ δεν
το περίμενα, να απαλλαχτώ από αυτήν την κατάρα, να υποδέχομαι τους νεκρούς ξανά
και ξανά, χωρίς σχεδόν ούτε ένα διάλλειμα! Ωραία, πότε αρχίζουν οι διακοπές
μου;» και ο Τσάρλι αρπάζοντας αυτήν την ευκαιρία μιλά γεμάτος ελπίδα:
-«Τώρα που τα βρήκατε, άντε να το γιορτάσετε κι αφήστε εμένα, ας πούμε
σπίτι μου και φυσικά ούτε κουβέντα για αλκοόλ! Τι λέτε;». Τότε και οι δύο Χάροι
συγχρονισμένα απαντάνε:
-«Θα έρθει και η σειρά σου!». Έπειτα μιλά ο διάδοχος:
-«Φυσικά, πρέπει να σε τρυπήσω με το δρεπάνι μου, ώστε κι εσύ να γίνεις
επίσημα νεκρός!». Ο ώριμος Χάρος, απαντά με χαρά:
-«Εννοείται αυτό! Μα δεν θέλεις πρώτα να σου πω κάποια συμβουλή; Έχω
χιλιάδες χρόνια πείρας! Μην πάνε χαμένα!» κι ο διάδοχος θέλοντας να συντομεύσει
τις διαδικασίες, απαντά απότομα:
-«Μην ανησυχείς! Είμαι φυσικό ταλέντο! Έλα τώρα κάνε ένα κόπο κι έλα
κοντά στο δρεπάνι μου!». Μα σαν ο Χάρος πλησιάζει, ο διάδοχος παραπατά κι έτσι
αποκαλύπτεται μια πλεκτάνη. Ο Χάρος αναγνωρίζει δυο διαβολάκια, ανάμεσά τους κι
ο δικέρατος, ο φιλαράκος του! Ο Δικέρατος ήταν πάνω στο Μονοκέρατο κι έτσι
φτάνανε στο ύψος του Χάρου. Επιπλέον φοράγανε μια στολή πανομοιότυπη με αυτή
του Χάρου. Έπειτα, γεμάτος ενθουσιασμό λέει:
-«Ρε μπαγασάκο, φάρσα μου σκάρωσες;», κι ο δικέρατος απαντά
χαμογελαστά:
-«Εμ τι νομίζεις; Όλο εσύ θα την φέρνεις στους νεκρούς; Είχαμε ρεπό
σήμερα και σκαρφιστήκαμε αυτό το αστείο! Να έβλεπες την φάτσα σου όταν σου
λέγαμε ότι θα σε αντικαταστήσουμε! Δεν στο έχω πει ποτέ, αλλά ένα από τα
ταλέντα μου είναι ότι είμαι και μίμος! Από δω ο φίλος μου ο Μονοκέρατος, είναι
χαμηλότερα στην ιεραρχία!» και έπειτα ο Μονοκέρατος τείνει το χέρι προς τον
Χάρο και ο δεύτερος δίνει το δρεπάνι του για χειραψία, με αποτέλεσμα ο πρώτος
να τραβήξει το χέρι του πίσω, οπότε ο Χάρος, για να διορθώσει αυτό το μπέρδεμα,
λέει χαριτωμένα:
-«Όλο το ίδιο λάθος κάνω!» και τελικώς κάνουν πραγματική χειραψία. Την
σκυτάλη του λόγου παίρνει ο Δικέρατος, ο οποίος λέει γεμάτος χαρά:
-«Χάρε μου θα σε απαλλάξουμε από αυτόν εδώ! Θα τον πάμε εμείς στα
λημέρια μας! Δεν σε έχω δει τον τελευταίο καιρό!» κι ο Χάρος, που καιρό έχει να
παραπονεθεί σε φιλικό του πρόσωπο, απαντά παραπονιάρικα:
-«Που να με δεις! Τρέχω συνέχεια! Οι ζωντανοί δεν μου κάνουν την χάρη
να παραμείνουν μονίμως έτσι και γι’ αυτό δεν έχω καθόλου χρόνο! Αύριο το
μεσημέρι έχω ένα κενό, αν θες έλα να με δεις στο διαμέρισμά μου!» κι ο
Δικέρατος, που άλλο δεν ήθελε, απαντά γεμάτος έκπληξη:
-«Έχεις και διαμέρισμα; Που μένει μια εξελιγμένη οντότητα σαν κι
εσένα;». Ο Χάρος απαντά διασκεδαστικά:
-«Με κάνεις και κοκκινίζω… Η οδός λέγεται ανυπαρξίας και το νούμερο
είναι 13, πρόσεχε μην κτυπήσεις το 12, γιατί εκεί βρίσκονται οι ερινύες και αν
αρχίσουν να σου μιλάνε, ξεχνούν να σταματήσουνε!». Ο Τσάρλι παίρνει τον λόγο,
με την ελπίδα έτοιμη να σβήσει:
-«Δηλαδή εγώ δεν θα την γλιτώσω;». Τα διαβολάκια και ο Χάρος απαντάνε
απότομα:
-«Σιωπή εσύ!». Κι έτσι τελειώνει κι αυτή η ιστορία με τον Χάρο την άλλη
μέρα το μεσημέρι να περιμένει τον φιλαράκο του, τον Δικέρατο.
***
«Ανυπαρξίας 13»
Ο Δικέρατος περπατούσε μαζί με τον Μονοκέρατο στην οδό ανυπαρξίας και
ψάχνανε το νούμερο 13. Τα νούμερα ήταν κωδικοποιημένα και δεν μπορούσαν να
βγάλουν άκρη, οπότε ρώτησαν δύο ξανθές νεράιδες, τις οποίες συνάντησαν στο
δρόμο τους:
-«Καλησπέρα, μήπως ξέρετε πού είναι το νούμερο 13; Ψάχνουμε ένα φίλο
μας.» και οι νεράιδες, που γνωρίζανε ποιος μένει εκεί, αμέσως είπανε:
-«Μακριά από μας! Δεν θέλουμε να τον γνωρίζουμε!» κι απομακρύνθηκαν
κακήν κακώς! Οι δύο φίλοι μας δεν το βάλανε κάτω και συνεχίσανε την πορεία
τους, στην οποία βρήκανε μια κακιά μάγισσα. Βεβαίως μια εύλογη απορία μπορεί να
δημιουργηθεί στους αναγνώστες, η οποία είναι-πως ξέρω ότι είναι κακιά; Μα η
απάντηση είναι απλή:
Όσο πιο άσχημη είναι μια μάγισσα, τόσο πιο κακιά είναι και αυτή η
μάγισσα ήταν κακάσχημη. Οι δυο μας φίλοι, κάνανε το ίδιο ερώτημα στην κακάσχημη
μάγισσα, η οποία τους απάντησε σωστά, γιατί νόμιζε πως είναι για το κακό τους,
με τον παρακάτω τρόπο:
-«Μα φυσικά και ξέρω όμορφα διαβολάκια μου! Θα δείτε ένα σπίτι
κατάμαυρο στο αριστερό σας χέρι, όπως περπατάτε ήδη, με κίτρινα παράθυρα!» και
ο δικέρατος απάντησε:
-«Ευχαριστούμε δεσποινίς!» και αφού απομακρύνονται ρωτάει τον
Μονοκέρατο:
-«Δεν ήταν πανέμορφη;» και ο Μονοκέρατος απαντά:
-«Ναι, πάρα πολύ. Αν βρισκότανε στα μέρη μας, θα μας κόλαζε όλους!». Το
μόνο σχόλιο του συγγραφέα είναι-περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!
Οι δυο μας φίλοι φτάσανε έξω από το σπίτι του αφεντικού των νεκρών και
χτυπήσανε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε αυτόματα και καθώς την έσπρωξε ο
Δικέρατος, έτριξε, πράγμα το οποίο ήταν απολύτως δικαιολογημένο, αφού πρέπει να
σπέρνει τον τρόμο ως πόρτα του Χάρου. Μόλις μπήκανε μέσα η πόρτα έκλεισε μόνη
της και ακούσανε την χαρακτηριστική φωνή του Χάρου να λέει:
-«Ελάτε μέσα φίλοι μου!» και τα δύο διαβολάκια αυτό κάνανε, αλλά
αντικρίσανε κάποιον, που μόνο τον Χάρο δεν θύμιζε. Ήταν ένας κοντούλης,
μεσήλικας με μικρή κοιλίτσα και με λίγα μαλλιά. Εκείνη την ώρα έτρωγε φακές,
καθώς έκανε δίαιτα. Ο Δικέρατος είχε χάσει την μιλιά του, αλλά κατάφερε να
μιλήσει μετά από το πρώτο σοκ:
-«Ποιος είσαι εσύ;» και ο κύριος, που θύμιζε τον κοντορεβιθούλη σε
ώριμη ηλικία, απάντησε χαμογελαστά:
-«Δεν αναγνωρίζεις τον φίλο σου, τον Χάρο;», μα ο Δικέρατος ακόμη
αναρωτιέται, οπότε εκφράζει το ερώτημά του:
-«Μα εσύ είσαι ψηλός κι αγέρωχος! Πως είσαι έτσι;». Ο υπεύθυνος θανάτων
απάντησε, χωρίς να δυσανασχετεί ούτε στο ελάχιστο:
-«Μα καταρχήν είμαι πιο ψηλός, γιατί φοράω εσωτερικούς πάτους και
φαίνομαι τρομακτικός και πολύ ανδροπρεπής, γιατί η στολή είναι πολύ
φιγουρατζίδικη! Δεν θα μπορούσα να εμπνέω σεβασμό και φόβο με αυτήν την
εμφάνιση!». Μετά από αυτήν την εξήγηση, η αμηχανία χάθηκε και τα δύο διαβολάκια
καθίσανε στο σαλόνι του Χάρου, το οποίο είχε κέρινα ομοιώματα από διάσημους
ανθρώπους, που μείνανε στην ιστορία και φυσικά ο Χάρος τους είχε παραλάβει. Ο
Δικέρατος έκανε μια τυπική ερώτηση, που άρεσε στον Χάρο:
-«Πως τα περνάς Χάρε μου;» και φυσικά ο Χάρος δεν ήθελε δεύτερη
παρότρυνση για να πει τα νέα του και τα παράπονά του, για όλες τις περιπέτειες
που είχε μέχρι τώρα, από την λιχούδα γιαγιά μέχρι και τον μπάτσο με τον κλέφτη.
Ο Δικέρατος έκανε εύστοχα σχόλια αφενός για να συμπαρασταθεί κι αφετέρου για να
δείξει στον Χάρο ότι τον ακούει. Σε κάποιο σημείο του διαλόγου, ο Δικέρατος
χασμουριέται και αυτό δίνει αφορμή στον Χάρο να του κάνει την παρακάτω ερώτηση;
-«Βαρέθηκες φίλε μου; Σε κούρασα;» κι ο Δικέρατος επειδή μπερδεύτηκε δεν
απαντά αρχικά αυτό που ήθελε να πει:
-«Όχι Χάρε μου, αφού τα ήξερα… δηλαδή τα φαντάστηκα.. ας μιλήσουμε όμως
για κάτι άλλο. Για παράδειγμα αυτά τα κέρινο ομοιώματα τι είναι;». Ο Χάρος
χάρηκε από αυτήν την ερώτηση, καθώς του άρεσε να αναλύει τα ενδιαφέροντά του:
-«Μα αυτά είναι το χόμπι μου! Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, φτιάχνω κέρινα
ομοιώματα από ανθρώπους, που παρέλαβα κι έμειναν στην ιστορία κατά την διάρκεια
της ζωής τους!». Ο Δικέρατος είναι γεμάτος περιέργεια και γι’ αυτό ρωτάει:
-«Αυτός εκεί ποιος είναι;»
-«Όπως θα είδες, κρατά μια λάμπα! Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς είναι ο
Τόμας Έντισον!» και ο Δικέρατος κάνει μια φαινομενικά εύστοχη παρατήρηση:
-«Α! Τον ξέρω, ο διάσημος εφευρέτης, που ανάμεσα στα άλλα, εξηύρε το
ηλεκτρικό ρεύμα! Αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να πήγε στον παράδεισο, καθώς
βοήθησε την ανθρωπότητα σε μεγάλο βαθμό! Έτσι δεν είναι;». Μα ο Χάρος είχε άλλη
άποψη:
-«Καθόλου, φίλε μου, δεν είναι έτσι! Δεν είσαι τόσο παλιός, ώστε να γνωρίζεις την
αλήθεια! Ο Τόμας είχε γραφείο ευρεσιτεχνίας και πλήρωνε αδρά όσους του
πουλάγανε τις εφευρέσεις τους! Το παραδέχτηκε ο ίδιος, καθώς δήλωνε μάταια
μετάνοια, ελπίζοντας πως θα γλιτώσει την τιμωρία!». Ο Δικέρατος θέλοντας να
δείξει ενδιαφέρον, ρωτάει για ένα άλλο κέρινο ομοίωμα, το οποίο ήταν γυναικείο:
-«Χμ… μάλιστα. Εκείνο το αγαλματίδιο ποιανής είναι;». Ο Χάρος έβαλε τα
γέλια, όταν θυμήθηκε εκείνη την ιστορία κι όταν κατάφερε να σταματήσει τα
γέλια, μίλησε χαμογελώντας:
-«Αυτή είναι η διάσημη Ιωάννα της Λωραίνης! Όταν κατάλαβε ότι είχε πεθάνει,
μου είπε-«Που είναι ο Κολλητός μου, που μου μιλούσε όση ώρα ζούσα;» κι ο
Δικέρατος έκανε ένα εύστοχο σχόλιο:
-«Οπότε πήγε στο τμήμα της ψυχιατρικής κόλασης!» και ο Χάρος
χαριτολογώντας απαντά:
-«Μπίνγκο! Άντε να της εξηγήσεις της κοπέλας, πως αυτή ευθυνότανε για
τους σκοτωμούς των εκστρατειών, που έκανε!» και στη συνέχεια προσθέτει:
-«Αυτά φίλοι μου! Όμως είμαι πολυάσχολος και πρέπει να φύγω! Η ώρα έχει
περάσει και…», όμως ο Δικέρατος σηκώνεται κοιτώντας το ρολόι του και λέει κάτι
αναπάντεχο για τους αναγνώστες;
-«Κι όμως η ώρα είναι ακριβώς αυτή, που θα έπρεπε να είναι!» και κάνει
νόημα στον Μονοκέρατο να σηκωθεί. Και οι δύο τον πλησιάζουν, οπότε ο Χάρος
νιώθει δικαίως πως απειλείται:
-«Τι συμβαίνει; Τι κάνετε;» και στη συνέχεια ο Δικέρατος κρατά αιχμαλωτισμένο
τον Χάρο κι ο Μονοκέρατος σκύβει, έτσι ώστε το μοναδικό του κέρατο να έλθει
στην ίδια ευθεία με την καρδιά του. Την αμέσως επόμενη στιγμή, Ο Μονοκέρατος
καρφώνει το κέρατό του στην καρδιά του Χάρου και ο τελευταίος ριγεί για μερικά
δευτερόλεπτα κι έπειτα ξεψυχάει. Τα δύο διαβολάκια αφήνουν το άψυχο κορμί του
Χάρου και στη συνέχεια δίνουν τα χέρια τους. Πρώτος μιλάει ο Δικέρατος
επεξηγηματικά προς τους αναγνώστες:
-«Που να ήξερε ο κακομοίρης, ο Χάρος ότι υπάρχει ειδική εγκύκλιος στην
κόλαση, η οποία αναφέρει πως αφενός ο Χάρος μπορεί να σκοτωθεί μόνο από ένα
μονοκέρατο διαβολάκι μεσημεριανή ώρα, κι αφετέρου ότι τα διαβολάκια βαθμού δύο
κεράτων και άνω μπορούν να τον αντικαταστήσουν! Την φάρσα την κάναμε για να
μάθουμε που μένει. Επιπλέον τον τελευταίο καιρό τον παρακολουθούσαμε στενά,
ώστε να έχουμε άποψη για το τι πρέπει να κάνουμε. Γιατί άλλωστε να κρατώ φιλίες
με τον Χάρο; Μου άρεσε η παρέα του; Επιτέλους δεν θα έχω κανέναν πάνω από το
κεφάλι μου να μου λέει-Βασάνισε τον έναν ή τον άλλο!» κι εκείνη τη στιγμή
διακόπηκε από το κινητό του Χάρου, το οποίο είχε ένα καινούργιο μήνυμα, που
έλεγε για ένα άτομο που είχε πεθάνει από τη νέα γρίπη. Ο Δικέρατος πάλι μίλησε
αυτή τη φορά προς τον ολιγομίλητο Μονοκέρατο:
-«Λοιπόν, είσαι έτοιμος για την πρώτη αποστολή μας;» κι Μονοκέρατος
απάντησε μονολεκτικά, αλλά με αυτοπεποίθηση:
-«Πανέτοιμος!». Πολλά ερωτήματα προκύπτουν, από αυτή τη στροφή, στην
πλοκή. Καταρχήν, ο Χάρος που πέθανε, ποιος τον παρέλαβε; Επιπλέον, θα
καταφέρουν τα δύο διαβολάκια να φέρουν εις πέρας τις αποστολές, που μέχρι τώρα
εκπλήρωνε ο Χάρος; Αυτά κι άλλα πολλά στο επόμενο μέρος του «Κι ο Χάρος… έχει
προβλήματα».
Τέλος
Ά μέρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου