©Πιπίνα Έλλη
Ένα παραμύθι από την συλλογή
για όλη την οικογένεια, Αλκυονίδες,
2η έκδοση, Σύδνεϋ 2014
Ένα παραμύθι που είναι αφιερωμένο στη γιορτή της μητέρας!
Στο δάσος όπου ζούσαν πολλά ζώα, μικρά και μεγάλα, ζούσε
και μια καφετιά μαμά-Αρκούδα με τα δύο μικρά της. Κατοικούσαν σε μια καλά
προφυλαγμένη σπηλιά, σφηνωμένη στην πιο απότομη ράχη υψώματος.
Η μαμά-Αρκούδα, καθημερινά θήλαζε τα αρκουδάκια της, που
ήταν όχι μόνο υγιέστατα αλλά παιχνιδιάρικα και πολύ χαριτωμένα. Όταν το δάσος φαινόταν ήσυχο, η μαμά-Αρκούδα
έπαιρνε τα μικρά της για ένα μικρό περίπατο, ώστε σιγά-σιγά να γνωρίσουν τον
κόσμο στον οποίο ανήκαν.
Όταν πάλι έπρεπε να βγει για να βρει τροφή, άφηνε τα μωρά
της μοναχά, για μικρά διαστήματα και πρόσεχε να μην απομακρύνεται πολύ από τη
σπηλιά της. Σαν καλή μητέρα γνώριζε τους
κινδύνους που απειλούσαν τα μικρά της, αλλά
περισσότερο απ’ όλα φοβόταν να μη βγουν έξω μόνα και χαθούν μέσα στο
ατέλειωτο δάσος.
Τώρα που είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι, τα μικρά της
θα ξεπετάγονταν γρήγορα κι ώσπου να χειμώνιαζε ξανά, θα ήταν κιόλας
μεγαλούτσικα και οπωσδήποτε, πολύ πιο γνωστικά.
Σίγουρα το επόμενο καλοκαίρι τα μικρά της θα μπορούσαν να βρουν το δρόμο
τους στη ζωή. Αυτή ήταν άλλωστε η ζωική
τους μοίρα.
Εκείνο λοιπόν το πρωινό, η μαμά-Αρκούδα προχώρησε λίγο
πιο μέσα στο δάσος. Είχε από μέρες
παρατηρήσει μια έντονη κίνηση από μελισσολόι σε μια ορισμένη κατεύθυνση. Παλαιότερα είχε προσέξει ότι στα μέρη εκείνα
του δάσους, υπήρχε μεγάλη βλάστηση θυμαριού, αλλά και άλλων αρωματικών φυτών.
Πίστευε λοιπόν πως το μελίσσι εκείνης της περιοχής θα έπρεπε να φτιάχνει το πιο
μυρωδάτο μέλι σε όλο το δάσος. Ήταν μάλιστα σχεδόν βέβαια πως υπήρχε
μελισσομάνα εκεί κοντά κι επομένως κηρήθρα με μέλι, και τι μέλι! Σίγουρα θα έπρεπε να ήταν άριστης
ποιότητας!..
Προχωρώντας λοιπόν προς την κατεύθυνση εκείνη του δάσους
ένιωσε στα ρουθούνια της, τη βαριά μυρωδιά του θυμαριού. Σταμάτησε για μια στιγμή κι ακροάστηκε. Μόνο τα πουλιά και
το ζουζούνισμα των μελισσών επικρατούσαν σ’ εκείνο το μέρος. Προχώρησε
βιαστική, έχοντας πάντα στο μυαλό της τα μικρά της, πίσω στη σπηλιά. Ξάφνου, κι εντελώς αναπάντεχα, το γαύγισμα
ενός σκύλου τη σταμάτησε. Μ’ όλο που έρχονταν από μακριά, την ανησύχησε. Σπάνια έφταναν ως εκεί τα ζώα αυτά και πάντα
τα έβλεπε κανείς να συνοδεύονται από εκείνα τα παράξενα όντα, με το ασυνήθιστο
δέρμα, που βάδιζαν στα δύο πάντα άκρα
τους, και έβγαζαν άναρθρες κραυγές. Θα καταλάβατε βέβαια ότι τα παράξενα αυτά
όντα, ήταν άνθρωποι. Άθελά της τώρα, η μαμά -Αρκούδα άρχισε να ανησυχεί. Είχε κάποτε βρεθεί αντιμέτωπη με αυτά τα
θηρία, που δε φαίνονταν καθόλου ευγενικά ή ευαίσθητα. Είχε μάλιστα προσέξει πως σκότωναν
αγριόπαπιες και ίσως μάλιστα κι άλλα σπουδαία μέλη της κοινωνίας του δάσους, σε
περιοχές που αυτή η ίδια δεν γνώριζε. Χρησιμοποιώντας κάποια μακριά αντικείμενα
σαν κομμάτια ξύλου -που σίγουρα θα πρέπει να ήταν κυνηγετικά όπλα- και που
έκαναν μεγάλο κρότο, κατάστρεφαν όχι μόνο τη γαλήνη του δάσους και προκαλούσαν
τον πανικό, αλλά κατέστρεφαν φανερά και τα ζωντανά στο ζωικό βασίλειο.
“Πόσο φοβερό και άδικο!” σκέφτηκε η μαμά-Αρκούδα και
ξέχασε το περίφημο μέλι. Αποφάσισε λοιπόν, αμέσως μετά, να επιστρέψει στη
σπηλιά της και να βεβαιωθεί ότι τα μικρά της ήταν καλά. Στην επιστροφή τη βασάνιζε επίμονα η σκέψη
πως ίσως και να κινδύνευαν κι αυτό την έκανε να βιάζεται ακόμη περισσότερο.
Κατόρθωσε να φτάσει στην κατοικία της με κομμένη την
αναπνοή από την προσπάθεια, αλλά περισσότερο από την ανησυχία της για τα μικρά
της. Σταμάτησε από ένστικτο και κύτταξε
ολόγυρά της, μια στιγμή μόνο, για να βεβαιωθεί αν υπήρχαν περίεργοι επισκέπτες,
που ίσως και να την είχαν παρακολουθήσει, πριν να μπει στη σπηλιά της. Τότε πρόσεξε για πρώτη φορά δύο μεγάλα σκυλιά
σε αρκετή απόσταση, να περιφέρονται με τη μύτη κολλημένη στο έδαφος. Ήταν ένα
ύψωμα, γυμνό από δέντρα.
Η μαμά-Αρκούδα ήταν βέβαια ότι μαζί με τα σκυλιά, ήταν κι
εκείνα τα παράξενα όντα, δηλαδή κάποιοι
κυνηγοί.
Τα σκυλιά, αν και σε απόσταση, ένιωσαν την παρουσία της
αρκούδας με τη δυνατή ακοή τους και την εξίσου δυνατή όσφρησή τους, κι άρχισαν
να κατευθύνονται τρέχοντας προς το μέρος της, γαυγίζοντας σα δαιμονισμένα. Σταμάτησαν όμως σε μια κοντινή απόσταση,
γιατί εκεί ακριβώς, άνοιγε ένα βαθύ χάσμα που ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι
αδύνατο, να το περάσουν. Σταματημένα λοιπόν εκεί, συνέχισαν να γαυγίζουν με όλη
τους τη δύναμη.
Η μαμά-Αρκούδα προχώρησε και κρύφτηκε δίπλα στη σπηλιά,
πίσω από κάποιους μεγάλους θάμνους και περίμενε. Πραγματικά, σε λίγο σταμάτησαν οι φωνές των
σκύλων και κατάλαβε ότι είχαν απομακρυνθεί.
Βγήκε λοιπόν από την κρυψώνα της και χώθηκε γρήγορα στη σπηλιά χωρίς να
κυττάξει άλλη φορά γύρω της. Βρήκε τα
μικρά της να παίζουν αμέριμνα, κάνοντας τούμπες και ψευτοδαγκώνοντας το ένα το
άλλο. Ανακουφισμένη τ’ αγκάλιασε καθώς έτρεξαν κοντά της, πεινασμένα κι έτοιμα
να πιουν το γάλα τους. Η μαμά-Αρκούδα, παίρνοντας βαθειά αναπνοή κάθισε και σαν
καλή μητέρα που ήταν, τα θήλασε. Όταν αυτά χόρτασαν, τα έβαλε στο πλάι της για
να κοιμηθούν.
Τα χαράματα ξύπνησε η μαμά-Αρκούδα, έχοντας πάντα στο
μυαλό της εκείνο το “περίφημο” μέλι.
Έπρεπε να βγει για να βρει τροφή.
Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της για δυο-τρεις μέρες τώρα και το γάλα
της είχε σχεδόν τελειώσει. Με τι θα
τάιζε τα μικρά της; Αφήνοντάς τα λοιπόν
να κοιμούνται, έφυγε βιαστική, πριν ν’ αρχίσει η κίνηση στο δάσος. Είχε αρκετό δρόμο να κάνει. Φοβόταν άλλωστε
κι εκείνους τους κυνηγούς. Άραγε θα γυρνούσαν πίσω στη δική της περιοχή; Μήπως
την είχαν κιόλας δει κι έβγαιναν κάποια
στιγμή μπροστά της;
“Αχ μου χάλασαν την ησυχία μου. Τι κι αν μπουν στη σπηλιά μου, όταν θα λείπω;”
αναρωτήθηκε πολύ στεναχωρημένη η μαμά-Αρκούδα. Αλλά και πώς θα ζούσαν αυτή και
τα μικρά της χωρίς τροφή; Παραμέρισε
λοιπόν τις άσχημες σκέψεις της κι αποφασιστικά προχώρησε. Έπρεπε να βρίσκεται στην περιοχή που είχε
βολιδοσκοπήσει, όταν πια οι μέλισσες θα είχαν ξεκινήσει την πρωινή τους
εξόρμηση, για την περισυλλογή του νέκταρ, από τα άνθη του δάσους. Σκεφτόταν
καταπεινασμένη, ότι θα μπορούσε ανενόχλητη να βρει και ν’ αποσπάσει από τον
κορμό, ή από το κλωνάρι του όποιου δέντρου, την μικρή κυψέλη με το μέλι, όπως
είχε σχεδιάσει.
“Να βιαστώ να βρω το μέλι και να επιστρέψω στα παιδιά
μου!”, σκέφτηκε πάλι τρέχοντας προς τη γνωστή της κατεύθυνση.
Ο ήλιος έλαμπε πια, και το μελισσομάνι, ένα σμήνος
θορυβώδες, κατευθύνονταν προς τα άνθη των δέντρων και των λουλουδιών, που
υπήρχαν κυρίως στα μέρη όπου τα δέντρα του δάσους ήταν αραιά. Είχαν όλον τον
καιρό, όλη την ημέρα, μέχρι τη δύση του ηλίου, να ρουφήξουν το νέκταρ των
λουλουδιών και να βοηθήσουν ακόμη, κουβαλώντας τη γύρη των λουλουδιών, στο
δέσιμο των καρπών τους.
Ξαφνικά η μαμά-Αρκούδα, όπως υπολόγιζε, είδε το
δέντρο. Ο ήλιος χτυπούσε τον κορμό του
ζεσταίνοντάς τον κι οι μέλισσες -σχεδόν όλες μαζί- είχαν αφήσει την κυψέλη τους
αφρούρητη. Η μαμά-Αρκούδα δεν δυσκολεύτηκε να την αποσπάσει από τον κορμό,
χρησιμοποιώντας τα δυνατά μπροστινά της πόδια σαν ανθρώπινες παλάμες. Ύστερα
κρατώντας την σφιχτά στα δόντια της, μια και ήταν άδεια από τις μέλισσες,
άρχισε να τρέχει πίσω στη σπηλιά της, ξαφνικά πάλι με μεγάλη αγωνία. Είχε
κυριαρχήσει στη σκέψη της εκείνη η ανησυχία για την πιθανή παρουσία των “εχθρών
του δάσους”.
Κάποτε επιτέλους έφτασε, και με φοβερό καρδιοχτύπι όρμησε
στη σπηλιά της. Είδε με μεγάλη
ανακούφιση τα μικρά της να εξερευνούν κάποια γωνιά της σπηλιάς τους, εντελώς
αμέριμνα. Ενώ ακουμπούσε την κυψέλη κάτω
στο έδαφος της σπηλιάς, τα μικρά της που
την αντιλήφθηκαν έτρεξαν κοντά της. Ήταν αλήθεια σπουδαία ημέρα ετούτη, γιατί
για πρώτη φορά τα μικρά της μαμάς-Αρκούδας θα δοκίμαζαν το μέλι και συγχρόνως έπρεπε
να τα διδάξει “περί τίνος επρόκειτο”, δηλαδή ότι το μέλι, ήταν η πιο γλυκειά
τροφή στο δάσος, ήταν καλό γι’ αυτά, και το σπουδαιότερο από όλα, να τα διδάξει
τον τρόπο να το βρίσκουν και να το εξασφαλίζουν, χωρίς να διατρέχουν τον
κίνδυνο να τα κεντρίσουν οι φοβερές μέλισσες.
-Ελάτε λοιπόν! Καθίστε φρόνιμα. Σήμερα θα δοκιμάσετε κάτι καινούργιο, είπε
χαμογελώντας ευχαριστημένη.
Μοίρασε την κηρήθρα στα μικρά της, αφού πρώτα βεβαιώθηκε
ότι δεν υπήρχαν μέλισσες μέσα. Κράτησε
ένα μέρος για τον εαυτό της, το κομμάτι όπου δούλευε η βασίλισσα. Αυτήν την ελευθέρωσε αφήνοντάς την έξω από τη
σπηλιά να φύγει για να φτιάξει νέα κυψέλη, γιατί δεν υπήρχε άλλος καλύτερος
τρόπος εξασφάλισης της κηρήθρας για το μέλλον.
Τα μικρά της έτρωγαν γλύφοντας τη γλυκιά αυτή ουσία και
μασώντας την κηρήθρα, που κόλλαγε που και που στα μικρά, κατάλευκα δόντια
τους. Η μαμά-Αρκούδα ήταν πολύ
ευχαριστημένη. Τα μικρά της μεγάλωναν
γρήγορα και τώρα που είχαν δοκιμάσει το μέλι, σίγουρα θα ήθελαν να το
ξαναφάνε. “Ίσως στην επόμενη ανίχνευσή
μου, να τα πάρω μαζί μου”, σκέφτηκε η μαμά-Αρκούδα. Η ζωή βέβαια ήταν ριψοκίνδυνη στον κόσμο τους
για όλους: γι αυτήν και για την οικογένειά της. Αλλά τι μπορούσαν να
κάνουν; Το δέχονταν και θα προσπαθούσε
να διδάξει στα παιδιά της, όλα όσα η ίδια γνώριζε, ως εκείνο το σημείο της ζωής
της.
Η μαμά-Αρκούδα κάνοντας χίλιες δυο τέτοιες σκέψεις,
ξάπλωσε τελικά ευτυχισμένη για να ξεκουραστεί καμαρώνοντας τα μικρά της που
πάλευαν σώμα με σώμα χρησιμοποιώντας τώρα τα δυο τους μπροστινά πόδια. Πάλι
όμως χωρίς να το θέλει ήρθαν στο μυαλό της οι κυνηγοί. “Οπωσδήποτε θα πρέπει να
τις τρώνε τις αγριόπαπιες που ρίχνουν κάτω με κείνα τα θορυβώδη ξύλα
τους!” σκέφτηκε κάποια στιγμή
ανατριχιάζοντας. “Άραγε να τρώνε και
τους μεγάλους κατοίκους του δάσους σαν και την αφεντιά μου; Ή μήπως θέλουν κάτι άλλο από εμάς;” Κύτταξε
προς το άνοιγμα της σπηλιάς στεναχωρημένη. “Πώς να ξέρω; Μήπως
και ταξίδεψα μακριά από δω;” ξανασκέφτηκε. “Ο άντρας μου που τόλμησε να το κάνει…
εξαφανίστηκε… λες και τον κατάπιε η γη!
Εκτός αν…”.
Σταμάτησε να σκέφτεται μια στιγμή κλείνοντας τα μάτια της
σφιχτά, λες κι ήθελε να διώξει μακριά όλα τα άσχημα από το μυαλό της. Όλα
ακούγονταν ήσυχα στο δάσος. Ούτε
γαυγίσματα, ούτε άνθρωποι! Έτσι την πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος ευεργετικός που
την ξεκούρασε. Κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.
Σαν ξύπνησε η μαμά-Αρκούδα ένιωσε φοβερή δίψα. Ήταν σίγουρη πως τα μικρά της θα ένιωθαν το
ίδιο. Έπρεπε λοιπόν να πάει κάτω στο ποτάμι να φέρει νερό. Για τα μικρά της θα έκοβε στην επιστροφή μια
μεγάλη νεροκολοκύθα. Αυτή θα τα έκανε να ξεδιψάσουν.
Ξεκίνησε λοιπόν βιαστικά και πάλι για να πάει στο ποτάμι.
Έφτασε πολύ γρήγορα σχετικά κι άρχισε να πίνει το γάργαρο νερό με μεγάλη
ευχαρίστηση. Δίψαγε αλήθεια πολύ. Ξαφνικά, νόμισε πως άκουσε από μακριά πάλι,
γαυγίσματα σκύλων. Σταμάτησε και
ορθώθηκε ανήσυχη για να αφουγκραστεί. Ο αέρας φύσαγε από την αντίθετη
πλευρά. “Τα σκυλιά… Τα παιδιά μου!” σκέφτηκε η δύστυχη κι έτρεξε
γρήγορα προς τη σπηλιά της. Όταν ήταν σχεδόν εκεί, ένιωσε πως κάτι είχε
αλλάξει. Όρμησε στην κατοικία της.
Αλίμονο!.. Αυτή τη φορά η ανησυχία της είχε δικαιωθεί. Τα μικρά της δεν ήταν εκεί. Απελπισμένη
κύτταξε κάθε γωνιά, για να βεβαιωθεί ότι πράγματι δεν ήταν εκεί. Το μυαλό της έτρεξε και πάλι στους κυνηγούς.
“Αυτό είναι… Άκουσα τα σκυλιά όταν ήμουν στο ποτάμι. Αυτοί μου τα πήραν… Πόσο
άδικοι είναι! Είναι τόσο μικρά τα παιδιά
μου! Κι αυτοί οι άκαρδοι μου τα πήραν.
Κάτι πρέπει να κάνω!.. Κάτι!..”, σκέφτηκε θυμωμένη και γεμάτη πίκρα.
Ξεκίνησε έχοντας στο νου της την εικόνα των μικρών της,
στο έλεος αυτών των κυνηγών. Ήταν μικρά, αδύναμα, ανήμπορα, άπειρα. Κι όσο
περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ έτρεχε προς την κατεύθυνση απ’ όπου
νόμισε ότι είχε ακούσει αυτά τα γαυγίσματα, για πρώτη-πρώτη φορά. Το ένστικτό της που την οδηγούσε, αποδείχτηκε
αλάνθαστο, γιατί έφτασε τελικά σ’ ένα ξέφωτο του δάσους. Ένα μεγάλο όχημα
βρίσκονταν σταματημένο εκεί, και στο συρματένιο τμήμα του, είδε δύο αρκουδάκια,
φανερά τα δικά της τα μικρά, που ενώ κάθονταν δειλά, ξαφνικά μόλις αντιλήφθηκαν
την παρουσία της, άρχισαν να προσπαθούν να αναρριχηθούν επάνω στα συρμάτινα
τοιχώματα του αυτοκίνητου, αδέξια, κλαίγοντας.
Η μαμά-Αρκούδα δεν κρατήθηκε. Έτρεξε κοντά στα μικρά της κι άρχισε να τα
γλείφει ανάμεσα από το σύρμα. Για καλή τους τύχη, δεν υπήρχε κανείς εκείνη τη
στιγμή, ούτε τα σκυλιά, ούτε οι κυνηγοί.
Τα αρκουδάκια κουνούσαν τώρα όλο το όχημα στην προσπάθειά
τους να βγούνε έξω. Η μαμά-Αρκούδα έφερε
γύρω το αυτοκίνητο, μερικές φορές και προσπάθησε επανειλημμένα να βρει έναν
τρόπο να ελευθερώσει τα μικρά της.
Φαινόταν αδύνατο. Ξάφνου
ακούμπησε πάνω στο πίσω μέρος του
αυτοκινήτου, όπου η πόρτα που ήταν κλεισμένη με απλό κιγκλίδωμα, κουνήθηκε,
αφήνοντας μέρος της να χαλαρώσει. Τα αρκουδάκια που παρακολουθούσαν τη μητέρα
τους, καθώς αυτή κινούνταν γύρω από το αυτοκίνητο, είχαν σταματήσει τώρα πια,
και προσπαθούσαν να την ακουμπήσουν ανάμεσα από το κιγκλίδωμα. Το κιγκλίδωμα,
εξακολούθησε να κουνιέται χαλαρωμένο. Η
μαμά-Αρκούδα που κάποτε το πρόσεξε, έπεσε με μανία απάνω στην πόρτα,
προσπαθώντας να ανοίξει το δρόμο της, στα παιδιά της. Το βάρος κι η πίεση που ασκούσε απάνω στην
πόρτα, τελικά, έκαναν το κιγκλίδωμα να υποχωρήσει, κάνοντάς την να ανοίξει
απότομα και προς τα μέσα, διακινδυνεύοντας έτσι, να χτυπήσει τα μικρά της. Τα
αρκουδάκια ζαλισμένα από τον αγώνα τους να ενωθούν με τη μητέρα τους, πήδηξαν
τώρα από το αυτοκίνητο, ακολουθώντας τη μαμά-Αρκούδα, που δε σταμάτησε στιγμή,
από το φόβο της, να μη αιχμαλωτιστούν αυτή και τα μικρά της, από τους κυνηγούς.
Ο φύλακας που έλειπε στο διάστημα αυτό, επιστρέφοντας,
προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Με το όπλο στα χέρια έτρεξε προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, στα
χαμένα. Η μαμά-Αρκούδα είχε ήδη προχωρήσει σε γνωστά δικά της κατατόπια,
ευτυχισμένη που είχε μαζί της, τα μικρά της.
Όμως είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να μετοικίσουν σε άλλη περιοχή του
δάσους, κάπου που δε θα μπορούσαν να τους φτάνουν τα γαυγίσματα των σκύλων ή τα
πατήματα των κυνηγών, ώσπου τουλάχιστο να μεγάλωναν τα μικρά της.
Όσο για τους κυνηγούς, που είχαν αρπάξει τα αρκουδάκια
από τη μαμά τους, απογοητεύτηκαν βέβαια αν πίστευαν, ότι κάνανε μεγαλύτερη χάρη
στα αρκουδάκια αν τα έκλειναν στο ζωολογικό κήπο, παρά στον εαυτό τους. Είχαν
βέβαια έτοιμη τη δικαιολογία για τις
αρχές του τόπου, αν τυχόν τους ρωτούσαν για τα μικρά αρκουδάκια: ότι δηλαδή τα βρήκαν ολομόναχα και πεινασμένα στη
σπηλιά, χωρίς μητέρα να τα φροντίζει και να εξασφαλίζει την ημερήσια τροφή
τους!..
Η μαμά-Αρκούδα ευχαριστούσε το Θεό της αγκαλιάζοντας τα
μικρά της, που είχαν κιόλας ξεχάσει την παράξενη απομάκρυνσή τους από την
αγαπημένη τους μανούλα: τη στοργική
μαμά-Αρκούδα.
Πιπίνα Έλλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου